Ἦτο δὲ τότε ὥρα τῆς Λειτουργίας, καὶ ὁ μὲν Ἅγιος, νομίζων ὅτι προέρχονται ἀπὸ συκοφαντίας οἱ λόγοι, ἠγέρθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· προσέταξε δὲ τὸν τότε Μητροπολίτην Ἡρακλείας, Παῦλον ὀνόματι φίλον ὄντα τοῦ Ἀντωνίνου, νὰ τοὺς συμφιλιώσῃ, διότι ἦτο καὶ ὁ Ἀντωνῖνος ἐκεῖ εἰς τὴν Σύνοδον. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Εὐσέβιος δὲν εἰρήνευεν, ἀλλὰ πάλιν ἔγραψεν ἄλλους λιβέλλους, καὶ ὅταν ἐξῆλθεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τοὺς ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖρας του καὶ τὸν ὥρκισεν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ βασιλέως νὰ μὴ ἀμελήσῃ νὰ ἐξετάσῃ τὴν ὑπόθεσιν. Λέγει ὁ Ἅγιος· «Ἐπίσκοπε, πρὶν νὰ ἀκούσουν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ὁ λαὸς τὰ ἐγκλήματα, τὰ ὁποῖα γράφεις ἐδῶ, σὲ συμβουλεύω νὰ συνάψῃς φιλίαν μὲ τὸν Μητροπολίτην σου, διότι ἔχεις ἰατρείαν· ὅταν δὲ παρρησιασθῶσι τὰ λόγια αὐτά, δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀποφύγῃς· ἀλλὰ ἐὰν τὰ ἀποδείξῃς, θὰ παιδευθῇ ἐκεῖνος, ἐὰν δὲ εὑρεθῇς συκοφάντης, μέλλεις νὰ καθαιρεθῇς». Ἐκεῖνος δὲ ἐπέμενε καὶ ἠνάγκαζε τὸν Ἅγιον νὰ τὰ ἀναγνώσῃ εἰς τὸν λαόν.
Ἰδὼν ὁ Ἅγιος τὴν ἐπιμονὴν τοῦ Ἐπισκόπου, ἔδωκε τὰς κατηγορίας καὶ τὰς ἀνέγνωσαν παρρησίᾳ· οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, ὡς ἤκουσαν τὰς τοιαύτας κατηγορίας, εἶπον πρὸς τὸν Ἅγιον· «Δὲν στέργομεν, Δέσποτα Ἅγιε, νὰ ἔχωμεν τοιοῦτον Ἀρχιερέα ἐγκληματικὸν εἰς τὸ μέσον ἡμῶν, μόνον σὲ παρακαλοῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ γίνῃ ἀκριβῶς ἡ ἐξέτασις διὰ τὸ τελευταῖον ἔγκλημα, τὸ σιμωνιακόν· διότι ἐὰν εὑρεθῇ αὐτὸ βέβαιον, τί τὰ θέλομεν τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀκόλουθα; διότι ὅστις καταφρονεῖ τὸ μεγαλύτερον, εὐκόλως δύναται νὰ καταφρονήσῃ καὶ τὸ μικρότερον». Ἡ σκέψις αὕτη ἤρεσεν εἰς τὸν Ἅγιον· ὅθεν ἤρχισαν νὰ ποιῶσι τὴν ἐξέτασιν, ἀλλὰ τόσον ὁ Ἀντωνῖνος, ὅσον καὶ ὁ συγκατηγορούμενός του Ἐπίσκοπος ἠρνοῦντο διαρρήδην τὰς ἀποδιδομένας κατηγορίας. Ὅθεν ὁ Ἅγιος, ἰδὼν ὅτι εὐκόλως δὲν εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια χωρὶς μάρτυρας ἢ καὶ ἂν προσεκαλοῦντο, θὰ ἠμποδίζοντο νὰ εἴπωσι τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τοὺς ἐνδιαφερομένους δι’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ ὁ ἴδιος εἰς τὴν Ἔφεσον νὰ ἐξετάσῃ διὰ νὰ μὴ ἀφήσῃ τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Πατρικοὺς Κανόνας νὰ καταφρονηθῶσιν. Ὁ δὲ Ἀντωνῖνος, γνωρίζων τὴν ἐνοχήν του, παρεκάλεσε τὸν ἐπίτροπον τῆς βασιλείας, φίλον του ὄντα, νὰ ἐμποδίσῃ τὸν Ἅγιον νὰ μὴ ἐξέλθῃ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐπειδὴ τότε ἀκόμη ἔζη ὁ Γαϊνᾶς, λεηλατῶν τὰ μέρη τῆς Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας, ἦτο ἀνάγκη νὰ εὑρίσκηται ὁ Πατριάρχης ἐκεῖ.