Τῇ ΙΓ’ (13ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου.

Ἦτο δὲ τότε ὥρα τῆς Λειτουργίας, καὶ ὁ μὲν Ἅγιος, νομίζων ὅτι προέρχονται ἀπὸ συκοφαντίας οἱ λόγοι, ἠγέρθη νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· προσέταξε δὲ τὸν τότε Μητροπολίτην Ἡρακλείας, Παῦλον ὀνόματι φίλον ὄντα τοῦ Ἀντωνίνου, νὰ τοὺς συμφιλιώσῃ, διότι ἦτο καὶ ὁ Ἀντωνῖνος ἐκεῖ εἰς τὴν Σύνοδον. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Εὐσέβιος δὲν εἰρήνευεν, ἀλλὰ πάλιν ἔγραψεν ἄλλους λιβέλλους, καὶ ὅταν ἐξῆλθεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τοὺς ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖρας του καὶ τὸν ὥρκισεν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ βασιλέως νὰ μὴ ἀμελήσῃ νὰ ἐξετάσῃ τὴν ὑπόθεσιν. Λέγει ὁ Ἅγιος· «Ἐπίσκοπε, πρὶν νὰ ἀκούσουν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ὁ λαὸς τὰ ἐγκλήματα, τὰ ὁποῖα γράφεις ἐδῶ, σὲ συμβουλεύω νὰ συνάψῃς φιλίαν μὲ τὸν Μητροπολίτην σου, διότι ἔχεις ἰατρείαν· ὅταν δὲ παρρησιασθῶσι τὰ λόγια αὐτά, δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀποφύγῃς· ἀλλὰ ἐὰν τὰ ἀποδείξῃς, θὰ παιδευθῇ ἐκεῖνος, ἐὰν δὲ εὑρεθῇς συκοφάντης, μέλλεις νὰ καθαιρεθῇς». Ἐκεῖνος δὲ ἐπέμενε καὶ ἠνάγκαζε τὸν Ἅγιον νὰ τὰ ἀναγνώσῃ εἰς τὸν λαόν.

Ἰδὼν ὁ Ἅγιος τὴν ἐπιμονὴν τοῦ Ἐπισκόπου, ἔδωκε τὰς κατηγορίας καὶ τὰς ἀνέγνωσαν παρρησίᾳ· οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, ὡς ἤκουσαν τὰς τοιαύτας κατηγορίας, εἶπον πρὸς τὸν Ἅγιον· «Δὲν στέργομεν, Δέσποτα Ἅγιε, νὰ ἔχωμεν τοιοῦτον Ἀρχιερέα ἐγκληματικὸν εἰς τὸ μέσον ἡμῶν, μόνον σὲ παρακαλοῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ γίνῃ ἀκριβῶς ἡ ἐξέτασις διὰ τὸ τελευταῖον ἔγκλημα, τὸ σιμωνιακόν· διότι ἐὰν εὑρεθῇ αὐτὸ βέβαιον, τί τὰ θέλομεν τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀκόλουθα; διότι ὅστις καταφρονεῖ τὸ μεγαλύτερον, εὐκόλως δύναται νὰ καταφρονήσῃ καὶ τὸ μικρότερον». Ἡ σκέψις αὕτη ἤρεσεν εἰς τὸν Ἅγιον· ὅθεν ἤρχισαν νὰ ποιῶσι τὴν ἐξέτασιν, ἀλλὰ τόσον ὁ Ἀντωνῖνος, ὅσον καὶ ὁ συγκατηγορούμενός του Ἐπίσκοπος ἠρνοῦντο διαρρήδην τὰς ἀποδιδομένας κατηγορίας. Ὅθεν ὁ Ἅγιος, ἰδὼν ὅτι εὐκόλως δὲν εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια χωρὶς μάρτυρας ἢ καὶ ἂν προσεκαλοῦντο, θὰ ἠμποδίζοντο νὰ εἴπωσι τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τοὺς ἐνδιαφερομένους δι’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ ὁ ἴδιος εἰς τὴν Ἔφεσον νὰ ἐξετάσῃ διὰ νὰ μὴ ἀφήσῃ τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Πατρικοὺς Κανόνας νὰ καταφρονηθῶσιν. Ὁ δὲ Ἀντωνῖνος, γνωρίζων τὴν ἐνοχήν του, παρεκάλεσε τὸν ἐπίτροπον τῆς βασιλείας, φίλον του ὄντα, νὰ ἐμποδίσῃ τὸν Ἅγιον νὰ μὴ ἐξέλθῃ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐπειδὴ τότε ἀκόμη ἔζη ὁ Γαϊνᾶς, λεηλατῶν τὰ μέρη τῆς Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας, ἦτο ἀνάγκη νὰ εὑρίσκηται ὁ Πατριάρχης ἐκεῖ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὸν ἐν τῷ «Νέῳ Θησαυρῷ» Βίον τοῦ Ἁγίου, καθὼς καὶ ἐν τῷ Συναξαρίῳ τῶν Μηναίων, γράφεται ἐνταῦθα ὅτι οὗτος μετέβη καὶ συνεπλήρωσε τὰς σπουδάς του εἰς τὰς Ἀθήνας, ἡ περικοπὴ ὅμως αὕτη ἀπηλείφθη, διότι οὔτε ὁ Παλλάδιος, οὔτε ὁ Νικόδημος, οὔτε ἄλλος τις ἱστορικὸς ἀναφέρει ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἦλθε χάριν σπουδῶν εἰς τὰς Ἀθήνας. (Τὸν ὑπὸ τοῦ Παλλαδίου συγγραφέντα Βίον τοῦ θείου Χρυσοστόμου βλέπε ἐν τῇ Patrologia Graeca τοῦ Ἀββᾶ Migne τόμ. 47 στ. 5, ὑπὸ τὸν τίτλον «Διάλογος ἱστορικὸς Παλλαδίου Ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως ... πρὸς Θεόδωρον Διάκονον Ρώμης – Περὶ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου Ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου»).

[2] Περὶ τοῦ Ἁγίου Μελετίου βλέπε εἰς τὴν ιβʹ (12ην) Φεβρουαρίου (Τόμος Βʹ) τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι ὁ Μαρκίων οὗτος ἦτο υἱὸς τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Σινώπης καὶ ἐγένετο πιθανὸν καὶ ὁ ἴδιος Ἐπίσκοπος. Ὅταν ὅμως ἔγινεν αἱρετικός, ἀφωρίσθη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἐπίσκοπον πατέρα του καὶ ἔφυγεν εἰς Ρώμην, ὅπου καὶ ἀπέθανε.

[4] Ἀντίφωνον λέγεται ἓν μέλος ἢ τροπάριον, τὸ ὁποῖον ψάλλει ὁ χορός, ἔπειτα τὸ αὐτὸ ἐκεῖνο ψάλλει καὶ ὁ ἕτερος χορὸς μὲ τὸν αὐτὸν ἦχον, ὅπως εἶναι πολλὰ τοιαῦτα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας. Λέγουσι δὲ ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος παρέδωκεν ἀπ’ ἀρχῆς εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀντιοχείας νὰ τὰ ψάλλωσιν, οὐχὶ κατ’ ἐπίνοιαν ἰδίαν, ἀλλὰ διότι εἶδεν ἀποκάλυψιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἵσταντο οἱ Ἅγγελοι εἰς δύο χοροὺς καὶ ἔψαλλον ὕμνον εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ ὅ,τι ἔλεγεν ὁ εἷς χορὸς τῶν Ἀγγέλων, αὐτὸ ἀπεκρίνετο καὶ ὁ ἄλλος· διατηρεῖται δὲ ἡ τοιαύτη συνήθεια, ἡ ἁγία καὶ ἐπαινετή, μέχρι τῆς σήμερον.

[5] Ἡ Οὐαλεντινούπολις ἦτο πόλις κειμένη ἐπὶ τῶν ὀρέων τῆς Γιλβέας.

[6] Περὶ τῆς Ἐφέσου βλέπε ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῶν σελ. 185-186.

[7] Οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν δʹ (4ην) Φεβρουαρίου (βλέπε Τόμον Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[8] Αὕτη νῦν καλεῖται ὑπὸ τῶν Τούρκων Κιόκ-Σούν.

[9] Αὕτη νῦν καλεῖται ὑπὸ τῶν Τούρκων Γιαρμπούζ.

[10] Ἡ Πιτυοῦς ἦτο πόλις μεγάλη ἄλλοτε, τότε δὲ κατερειπωμένη κειμένη εἰς τὸ βάθος τοῦ Εὐξείνου Πόντου παρὰ τοὺς πρόποδας τοῦ Καυκάσου, εἰς τὰ ἔσχατα δηλαδὴ ὅρια τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους περιστοιχιζομένη ἀπὸ ἀγρίους καὶ βαρβάρους εἰδωλολάτρας.

[11] Δύο ἀρχαιόταται πόλεις τῆς ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ Καππαδοκίας ἔφερον τὸ ὄνομα Κόμανα, ἡ μία τῆς ἄνω Καππαδοκίας καὶ ἡ ἑτέρα τῆς Καππαδοκίας τοῦ Πόντου ἡ δευτέρα ὑπῆρξε ἀποικία τῆς πρώτης. Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐτελεύτησεν εἰς τὰ Ποντικὰ Κόμανα, εἰς τὰ ὁποῖα σῴζεται ἄχρι τοῦ νῦν ὁ τάφος του. Ταῦτα μετωνομάσθησαν ὑπὸ τῶν Τούρκων Κιουμενέκ, εὑρίσκονται δὲ πλησίον τῆς Τουρκικῆς πόλεως Τοκάτ.

[12] Βλέπε αὐτοὺς ὀνομαστὶ ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 390.