Διατί νὰ ὑπερηφανεύωμαι ὁ τρισάθλιος; Δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν πηλὸν καμωμένος; δὲν εἶναι ἡ δόξα μου ὅλη ὡς ἄνθος χόρτου, ὅστις ταχέως μαραίνεται; Διατί λοιπὸν νὰ κενοδοξοῦμεν; Ἂς συλλογισθῶμεν τὴν ἄπειρον εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγαθότητα τοῦ Δεσπότου, ὅστις μᾶς ἐχάρισεν ὅλα τὰ κτίσματα διὰ νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν καὶ νὰ μᾶς δουλεύωσι καὶ ἄλλας πολλὰς εὐεργεσίας ἐποίησε καὶ τελεῖ καθ’ ἑκάστην πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀγνώμονας. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὑβρίζομεν διηνεκῶς καὶ τὸν σταυρώνομεν μὲ τὰς πράξεις μας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει, οὔτε μᾶς παιδεύει, ἀλλὰ περιμένει ὡς μακρόθυμος, καὶ βλασφημούμενος εὐεργετεῖ, ἀνατέλλων τὸν ἥλιον καὶ βρέχων ἐπὶ δικαίους καὶ ἁμαρτάνοντας».
Ἔλεγε δὲ πάλιν ὁ Ἅγιος· «Βλέπομεν πολλοὺς ἀνόμους καὶ κακοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες κάμνουν τόσας ἁμαρτίας, καὶ τοὺς ὑπομένει. Πόσοι κλέπται καὶ πειραταὶ ληστεύουσιν εἰς τὸ πέλαγος καὶ ἐκεῖνος τοὺς φυλάττει καὶ τοὺς σκέπει, προστάσσων τὴν θάλασσαν νὰ μὴ τοὺς πνίξῃ, διὰ νὰ ἔλθωσιν εἰς μετάνοιαν; Ὁμοίως καὶ ἡμεῖς εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ μεθύομεν ἢ πορνεύομεν ἢ ἄλλα παρόμοια πράττομεν καὶ ἐκεῖνος προστάσσει τὰ ποιήματά του νὰ μᾶς δίδουν πᾶσαν ἀπόλαυσιν. Αἱ μέλισσαι περιέρχονται ὅλα τὰ ἄνθη καὶ συνάγουν τὸ μέλι νὰ γλυκάνουν τὴν γεῦσιν μας. Τὰ κλήματα κάνουν τὸν οἶνον διὰ νὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία μας. Οἱ βόες δουλεύουν καὶ βασανίζονται διὰ νὰ μᾶς τρέφωσι. Τὰ πρόβατα μᾶς ἐνδύουσι καὶ ἁπλῶς ὅλα τὰ ζῷα καὶ τὰ ἀναίσθητα κτίσματα ποικιλοτρόπως μᾶς εὐεργετοῦσι, διὰ τὸ δεσποτικὸν πρόσταγμα, μόνον δὲ ἡμεῖς οἱ ἀναίσθητοι ἀγνωμονοῦμεν πρὸς τὸν Δημιουργὸν καὶ Σωτῆρα μας. Ἂς φοβηθῶμεν, ἀδελφοί, τὴν αὐστηροτάτην ἀπολογίαν, τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ δώσωμεν εἰς τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Πολὺ ὠφελοῦνται ὅσοι μελετῶσι τὸν θάνατον, στοχαζόμενοι πόσην θλῖψιν λαμβάνει ἡ τάλαινα ψυχὴ εἰς ἐκεῖνον τὸν φοβερὸν χωρισμόν, ὅταν συναχθῶσιν οἱ ἀγαθοὶ καὶ πονηροὶ Ἄγγελοι, ὡς ὑπηρέται Θεοῦ, διὰ νὰ γνωρίσωσι τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος. Τότε θέλει ζητεῖ καιρὸν πρὸς μετάνοιαν καὶ νὰ μὴ τῆς δίδωσι, διότι ὅταν εἶχε καιρὸν εὑρίσκετο εἰς ἀμέλειαν».
Ἔπειτα ἔστρεφε καθ’ ἑαυτοῦ τὸν λόγον ὁ Ἅγιος καὶ ἔλεγεν· «Ὦ, ἁμαρτωλὲ Ἰωάννη, τάχα θὰ περάσῃς ἀφόβως τοιούτους ἐχθρούς, ὅταν συναχθοῦν τὰ καταχθόνια θηρία νὰ σὲ ἁρπάσωσι;». Ταῦτα λέγων τοὺς διηγήθη μίαν ὀπτασίαν, τὴν ὁποίαν εἶδεν εἷς ἄνθρωπος, Συμεὼν ὀνόματι, ὅστις ἦτο εἰς τὴν Κολωνίαν καὶ ἔβλεπε ψυχήν τινα ἀνερχομένην εἰς τὰ οὐράνια, τὴν ὁποίαν ἐκύκλωσαν τὰ τῆς ὑπερηφανείας δαιμόνια, τὰ τῆς καταλαλιᾶς καὶ ἄλλα διάφορα τάγματα τῶν δαιμόνων.