Ὅταν δὲ ἤθελεν ἀκούσει ὁ Ἅγιος, ὅτι ἦτο τις σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ, τὸν προσεκάλει καὶ τὸν παρεκίνει νὰ εἶναι πρὸς ἐκείνους πρᾷος καὶ εὔσπλαγχνος, λέγων· «Τέκνον, μοὶ εἶπον ὅτι εἶσαι πολὺ αὐστηρὸς εἰς τοὺς δούλους σου καὶ παρακαλῶ σε συγκέρασε τὸν θυμόν σου, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωκε τοὺς δούλους νὰ τοὺς δέρωμεν, ἀλλὰ νὰ δουλεύουν αὐτοὶ ἡμᾶς καὶ ἡμεῖς νὰ κυβερνῶμεν αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς τρέφωμεν μὲ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μᾶς δίδει ὁ Πανάγαθος Κύριος. Πόσα ἤθελες δυνηθῆ νὰ δώσῃς, διὰ νὰ ἀγοράσῃς ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος; τάχα ἄλλην ψυχὴν ἔχεις σὺ ἢ ἄλλο σῶμα ἀπὸ τὸν δοῦλον σου; ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ καὶ μᾶς ἀγαπᾷ ὅλους ἴσα. Ἂς γίνωμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ὅμοιοι, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Δεσπότης, διὰ νὰ μᾶς κάμῃ νὰ εἴμεθα ταπεινοί, ἔγινε δοῦλος, διὰ νὰ λάβωμεν ἀπ’ αὐτὸν παράδειγμα, νὰ μὴ ὑπερηφανευώμεθα ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου. Πῶς τολμᾷς λοιπὸν καὶ ὑβρίζεις καὶ δέρεις αὐτούς; ἤθελες νὰ σὲ παιδεύῃ ὁ Θεὸς ὅσας φορὰς τοῦ πταίσῃς; πῶς προσεύχεσαι καὶ τοῦ λέγεις· «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ἔπειτα δὲ δὲν συγχωρεῖς καὶ σὺ τὸ ὀλίγον πταίσιμον;». Μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα λόγια ἐνουθέτει τοὺς σκληροὺς αὐθέντας καὶ ὅστις δὲν ἤθελε διορθωθῆ, ἔδιδεν ὁ Ἅγιος τὰ ἀργύρια καὶ ἔκαμνε τὸν δοῦλον ἐλεύθερον.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχον τοιαύτην κακὴν συνήθειαν τινὲς ἀνευλαβεῖς ἄνθρωποι: ἀφοῦ ἤθελεν εἴπει ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Λειτουργίαν τὸ Εὐαγγέλιον, ἐξήρχοντο ἔξω τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡμίλουν μάταια λόγια καὶ εἰς τὸν Χερουβικὸν Ὕμνον πάλιν εἰσήρχοντο. Ἰδὼν λοιπὸν ὁ Ἅγιος ὅτι μὲ λόγον μόνον δὲν ἠδύνατο νὰ ἐμποδίσῃ τοιαύτην ἀναίδειαν, ἐξῆλθεν ἡμέραν τινὰ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδεδυμένος μὲ τὴν ἀρχιερατικὴν στολήν, ἀφοῦ ἀνέγνωσε τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν Λειτουργίαν καὶ καθίζει ἔξω τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ποὺ ἐκάθηντο καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἵτινες ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν. Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Μὴ θαυμάζετε, διότι ὅπου εἶναι τὰ πρόβατα, ἐκεῖ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ ποιμήν. Λοιπὸν ἢ ἂς ὑπάγωμεν ὅλοι ἔσω ἢ ἂς κάθημαι καὶ ἐγὼ μαζί σας». Οὕτω κάμνων ὁ ἀείμνηστος διώρθωσε τοιαύτην συνήθειαν καὶ δὲν ἄφηνε τινὰ νὰ ὁμιλῇ ποσῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· εἰ δὲ καί τις δὲν διωρθώνετο, τὸν ἐδίωκεν ἔξω λέγων· «Ἐὰν ἦλθες νὰ ἐργάζεσαι, πρόσεχε· εἰ δὲ ὕπαγε ἔξω, μὴ κάμνῃς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ οἰνοπωλεῖον καὶ λῃστῶν σπήλαιον».