Τῇ ΙΒ’ (12ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Ἐλεήμονος.

Μετὰ τέσσαρας χρόνους ἦλθεν εἰς τὸν τόπον του ὁ αἰχμάλωτος, οἱ δὲ ἰδικοί του ἐχάρησαν, ἰδόντες αὐτὸν ἀνελπίστως καὶ τοῦ εἶπον· «Ἡμεῖς θαρροῦντες ὅτι ἀπέθανες σοῦ ἐκάμναμεν τὸν χρόνον τρεῖς Λειτουργίας, τὴν Πεντηκοστήν, τὰ Φῶτα καὶ τὴν Ἀνάστασιν». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο θαυμάσας εἰς τοῦτο καὶ ὀμνύων ἔλεγεν, ὅτι κατ’ ἐκείνας τὰς τρεῖς ἡμέρας τοῦ χρόνου παρρησιάζετο εἰς αὐτὸν εἷς ὡραιότατος ἄνθρωπος, ἐξαστράπτων ὑπὲρ τὸν ἥλιον καὶ ἐξάγων ἀπ’ αὐτοῦ τὴν ἅλυσον, τὸν ἐπήγαινε καὶ τὸν περιέφερεν ὅπου ἤθελεν, οὐδεὶς δὲ τὸν ἐγνώριζε καὶ οὕτως ἠδυνήθη καὶ ἔφυγεν. Ἀπὸ τοῦτο τὸ παράδειγμα, ἔλεγεν ὁ Ἅγιος, νὰ πιστεύωμεν ἀληθέστατα, ὅτι ἀπὸ τὰς λειτουργίας καὶ προσευχὰς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν λαμβάνουν αἱ ψυχαὶ τῶν κεκοιμημένων μεγάλην ὠφέλειαν».

Μὲ τοιαῦτα ψυχωφελῆ διηγήματα ἔκαμεν ὁ Ἅγιος πολλοὺς καὶ πολλὰς καὶ ἐπώλουν τὰ ὑπάρχοντά των ἀποστολικῶς καὶ ἔφεραν τὰ χρήματα νὰ τὰ δίδῃ ἐλεημοσύνην εἰς πένητας. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τοῦ ἔφερεν ἄνθρωπός τις ἑπτὰ καὶ ἡμίσειαν λίτρας χρυσίου καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ κάμῃ δύο καλωσύνας, ἤτοι νὰ κάμῃ πρὸς Κύριον δέησιν, νὰ σωθῇ παιδίον, τὸ ὁποῖον εἶχε μονογενὲς καὶ νὰ ἔλθῃ τὸ πλοῖον του κατευόδιον, τὸ ὁποῖον ἔλειπεν εἰς τὴν Ἀφρικὴν μὲ τὸν ἀδελφόν του. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐδέχθη τὴν προαίρεσιν τοῦ ἀνδρός, θαυμάζων αὐτοῦ τὴν εὐλάβειαν, ὅτι τοῦ ἔφερεν ὅσα καὶ ἂν εἶχεν ἀργύρια καὶ οὕτως ἔκαμε λιτανείαν πρὸς τὸν Θεὸν κατὰ τὴν αἴτησιν τοῦ ἀνθρώπου. Μεθ’ ἡμέρας τριάκοντα ἀπέθανεν ὁ υἱὸς ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις τοῦ ἔδωκε τὸ χρυσίον καὶ πάλιν μετὰ τρεῖς ἡμέρας τοῦ ἔφεραν μήνυμα, ὅτι ἐκινδύνευσε τὸ πλοῖον του καὶ ἔρριψαν εἰς τὸ πέλαγος ὅλην τὴν πραγματείαν, μόνον δὲ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ πλοῖον ἐλυτρώθησαν. Ὁ δὲ ταῦτα ἀκούσας, ἔπεσεν εἰς τόσην θλῖψιν καὶ πόνον, ὥστε δὲν ἤθελε νὰ δεχθῇ οὐδεμίαν παρηγορίαν, ἀλλὰ ἔλεγε πρὸς τὸν Θεὸν νὰ τὸν βγάλῃ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ ἄλλα λόγια παρόμοια. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ἅγιος ἐλυπήθη ὅτι ἡ προσευχή του ποσῶς δὲν ὠφέλησε καὶ δὲν ἐγνώριζε τί νὰ πράξῃ· πλὴν ἐδέετο πάλιν πρὸς Κύριον, νὰ κάμῃ ἔλεος εἰς ἐκεῖνον τὸν τεθλιμμένον, νὰ μεταβάλῃ εἰς γαλήνην τὴν ἀθυμίαν του, ὅτι ἐκεῖνος ἐντρέπετο νὰ τὸν ἴδῃ εἰς τὸ πρόσωπον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πέτρος ὁ Κναφεὺς ὑπῆρξε Πατριάρχης Ἀντιοχείας (465-455, 474-475, 475), εἰσαγαγὼν εἰς τὸν Τρισάγιον ὕμνον τὴν θεοπασχιτικὴν φράσιν «ὁ Σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς» (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐν τῷ ἐκεῖ Συναξαρίῳ καὶ τῇ ἀκολουθούσῃ ὑποσημειώσει).

[2] «Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν... οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες· διὰ τοῦτο ὃν τρόπον καυθήσεται καλάμη ὑπὸ ἄνθρακος πυρός, καὶ συγκαυθήσεται ὑπὸ φλογὸς ἀνειμένης...» (Ἡσ. εʹ 22-24).

[3] Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἑορτάζεται τὴν καʹ (21ην) Μαρτίου (βλέπε Τόμον Γʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Βλέπε «Εὐεργετινός», ἡμετέρα ἔκδοσις, βιβλ.Γʹ, ὑπόθ. Αʹ, ἀπόφθ. Αʹ.

[5] Βλέπε «Εὐεργετινός», ἡμετέρα ἔκδοσις, βιβλ. Γʹ, ὑπόθ. Αʹ, ἀπόφθ. Αʹ, § 3.