τὰ δὲ ἐπίλοιπα ἔδιδε καθ’ ἑκάστην ἑσπέραν καὶ εἰς μίαν πόρνην, λέγων εἰς αὐτήν· «Διὰ τὸν Κύριον μὴ ἁμαρτήσῃς ἀπόψε μέ τινα καὶ λάβε αὐτὰ τὰ δηνάρια». Ἐκεῖνος δὲ προσηύχετο διὰ τὴν σωτηρίαν αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα καὶ τὸ πρωῒ ἀνεχώρει ὁρκίζων αὐτὴν νὰ μὴ ὁμολογήσῃ τινὸς τὴν πρᾶξιν του.
Οὕτω λοιπὸν ἔκαμνεν ὁ Βιτάλιος ἐπὶ ἡμέρας πολλάς, πηγαίνων πότε εἰς μίαν, πότε εἰς ἄλλην, ἕως ὅτου μία ἀπ’ ἐκείνας τὸ ὡμολόγησεν. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐσκανδαλίσθη τόσον, ὥστε ἔκαμε πρὸς Κύριον δέησιν καὶ ἐδαιμονίσθη ἡ πόρνη, διὰ νὰ φοβηθοῦν αἱ ἄλλαι νὰ σιωπήσωσι. Πολλοὶ δὲ τὸν κατεδίκαζαν ὅτι ἐσκανδάλιζε τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Δὲν ἔχω τάχα καὶ ἐγὼ σάρκα ὅπως καὶ σεῖς ἢ δὲν εἶναι καὶ οἱ Μοναχοὶ ἄνθρωποι;». Τινὲς δὲ τοῦ ἔλεγον· «Ἄφες τοῦτο τὸ σχῆμα λοιπὸν καὶ λάβε μίαν γυναῖκα, νὰ μὴ δώσῃς ἀπολογίαν εἰς τὸν Θεὸν διὰ τόσας ψυχάς, ποὺ σκανδαλίζεις». Ὁ δὲ μετ’ ὀργῆς ἀπεκρίνατο· «Πάρετε τοῦ λόγου σας, ἐγὼ δὲν παίρνω γυναῖκα, νὰ ἔχω φροντίδας καὶ βάσανα πῶς νὰ τὴν τρέφω· ἀφῆτέ με καὶ δὲν εἶσθε σεῖς κριταί μου, ἔχομεν τὸν κοινὸν Δεσπότην, ὅστις θέλει κρίνει τὸν κόσμον καὶ θέλει δώσει εἰς ἕκαστον κατὰ τὰ ἔργα του». Βλέποντες οἱ ἐπίτροποι τῆς Ἐκκλησίας τοῦτο τὸ σκάνδαλον, ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Πατριάρχην πάντα ὅσα ἤκουσαν ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Μοναχοῦ.
Ὁ Θεός, ὅμως ἐφώτισε τὸν Ἅγιον καὶ δὲν τοὺς ἐπίστευσεν, ἐνθυμούμενος τὴν ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν εἶχε κάμει εἰς τὸν εὐνοῦχον. Ὅθεν εἶπε πρὸς αὐτούς· «Σιωπᾶτε δὲν γνωρίζετε τί ἔκαμεν ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον, εἰς τὴν ὁποίαν ἐνεκαλέσθησαν δύο σκανδαλοποιοὶ Κληρικοὶ καὶ ἔδωκαν ὁ εἷς κατὰ τοῦ ἄλλου ἐγγράφως κατηγορίας δι’ ἐγκλήματα, τὰς ὁποίας ὅταν ἐγνώρισεν ὁ ἀοίδιμος ὅτι ἦσαν ἀληθεὶς, ἔκαυσεν ἐνώπιον πάντων τὰ ἔγγραφα, λέγων· «Ἐπ’ ἀληθείας, ἐὰν ἔβλεπα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου τινὰ Ἱερέα ἢ Μοναχὸν ἁμαρτάνοντα, θὰ τὸν ἐσκέπαζα νὰ μὴ τὸν ἴδῃ ἄλλος τις;». Οὕτω λοιπὸν ὁ μὲν Πατριάρχης ἀπεδίωξεν αὐτοὺς μὲ ὅμοια λόγια. Ὁ δὲ Βιτάλιος ἐσπούδαζε τὴν ἄνωθεν πρᾶξιν καὶ διὰ νὰ λυτρωθῇ τῆς κενονοδοξίας, δὲν ἤθελε νὰ φανερώσῃ τὴν ἀρετήν του, μόνον ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν ἀποκαλύψῃ, τινὸς μετὰ τὸν θάνατόν του. Μὲ τὸν τρόπον τοῦτον ἔφερε πολλὰς πόρνας πρὸς μετάνοιαν, ὅτι βλέπουσαι τοῦτον νὰ κλαίῃ καὶ νὰ προσεύχεται διὰ τὴν ψυχήν των ὅλην τὴν νύκτα, κατενύγοντο καὶ πολλαὶ ἀφῆκαν τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἄλλαι μὲν ὑπανδρεύθησαν, ἄλλαι δὲ ἐπῆγαν εἰς Μοναστήριον.