Τῇ ΙΒ’ (12ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Ἐλεήμονος.

Ὁ Κύριος παραγγέλλει, ὅτι ἐὰν ἴδῃς τὸν ἀδελφόν σου ἁμαρτάνοντα, νὰ τὸν σκεπάσῃς, ὅταν κάμνῃ τὴν ἁμαρτίαν· σὺ δέ, καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃς ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, τὸ δημοσιεύεις εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀναίσχυντε; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρὸς αὐτὸν ἀγάπη σου; οὐαί σοι, ταλαίπωρε! διότι ὅταν θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ κριθῇς, τότε θὰ γνωρίσῃς τὸ βάρος τῆς κατακρίσεως. Ἀλλ’ ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν καὶ ἂς ἔχω συγχώρησιν, ἐὰν ἔκαμα ὀλίγην παραδρομὴν πρὸς νουθεσίαν τῶν ἀδελφῶν καὶ ἂς προσέχῃ ἕκαστος ὅσον δύναται νὰ μὴ κατακρίνῃ ἄλλον τινὰ καὶ τοῦτο τὸν φθάνει νὰ σωθῇ, καθὼς καὶ εἰς τὸν Εὐεργετινὸν [4] φαίνεται ὅτι ἐσῴθησαν πολλοί, διότι ποτέ των δὲν κατέκρινον ὥσπερ και ὁ σημερινὸς Ἅγιος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσῃ ποτὲ καταλαλιὰν ἢ κατάκρισιν καὶ ἐξόχως διὰ τοὺς Μοναχούς, τοὺς ὁποίους ἐτίμα πολὺ καὶ ποτὲ κακὸν λόγον δὲν ἐπίστευε δι’ αὐτούς, λέγων, ὅτι διὰ νὰ πιστεύσῃ ποτὲ τινῶν κατακρίσεις προσέταξε καὶ ἔδειραν Μοναχόν τινα ἀδίκως. Ἐγένετο δὲ ἡ ὑπόθεσις αὕτη οὕτω, καθὼς ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος τὴν διηγήθη εἰς ἅπαντας.

«Ἡμέραν τινὰ μοῦ ἀνήγγειλάν τινες, ὅτι Μοναχός τις περιήρχετο τὴν χώραν ταύτην ζητῶν ἐλεημοσύνην, ἔχων κόρην ὡραίαν εἰς τὴν συνοδείαν του, τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ παλλακίδα, καθὼς αὐτοὶ ἔλεγον. Τούτους πιστεύσας ὁ ἄγνωστος ἐπρόσταξα νὰ δείρωσι καὶ τοὺς δύο· ἔπειτα τὴν μὲν γυναῖκα ἐδίωξα, τὸν δὲ Μοναχὸν ἐφυλάκισα καὶ τὴν νύκτα τὸν εἶδα εἰς τὸ ὅραμα καὶ μοῦ ἐδείκνυε τὴν ράχιν του πληγωμένην, λέγων· «Σοῦ ἀρέσουν ταῦτα, ὦ Δέσποτα; πίστευσόν μοι, ἔσφαλες εἰς τοῦτο ὡς ἄνθρωπος». Ἐγὼ δὲ μετὰ φόβου ἐξύπνησα καὶ τὸ πρωῒ ἔστειλα νὰ φέρουν τὸν Μοναχόν, διὰ νὰ μάθω τὸ βέβαιον καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐγνώρισα, ὅτι ἦτο ὅμοιος ἐκείνου ὅστις μοῦ ἐφάνη εἰς τὴν ὅρασιν. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἠδύνατο νὰ σαλεύσῃ ἀπὸ τὰς πληγάς, ἐφοβήθην πολὺ καὶ ἐπόνεσα, τὸν παρεκάλεσα δὲ νὰ γυμνωθῇ ἀπὸ τὴν μέσην καὶ ἐπάνω, νὰ ἴδω τὰς πληγάς του. Ἐκεῖ δὲ ὅπου τὸν ἐγύμνωναν, Θεοῦ θέλοντος, ἐκόπη ἡ ζώνη του καὶ ἐφάνη ὅλη ἡ σὰρξ αὐτοῦ καὶ ἐγνωρίσαμεν ὅτι ἦτο εὐνοῦχος. Ἐγὼ δὲ στοχαζόμενος τὰς πληγὰς αὐτοῦ ἐλυπήθην πολὺ καὶ ἔκλαυσα, ἀφορίσας ἐκείνους οἵτινες τὸν διέβαλον».

«Ἀφοῦ λοιπὸν εἶδον ταῦτα ἔπεσα εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, δεόμενος νὰ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτίαν μου· ὁ δὲ ὡς ἐνάρετος ἔκαμε μετάνοιαν, ὥσπερ νὰ εἶχε πταίσει. Ὕστερον δὲ τὸν ἐνουθέτησα, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ γυρίζῃ οὕτω φανερὰ μὲ τὴν κόρην διὰ τὸ σκάνδαλον τῶν ἀνθρώπων.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πέτρος ὁ Κναφεὺς ὑπῆρξε Πατριάρχης Ἀντιοχείας (465-455, 474-475, 475), εἰσαγαγὼν εἰς τὸν Τρισάγιον ὕμνον τὴν θεοπασχιτικὴν φράσιν «ὁ Σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς» (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐν τῷ ἐκεῖ Συναξαρίῳ καὶ τῇ ἀκολουθούσῃ ὑποσημειώσει).

[2] «Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν... οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες· διὰ τοῦτο ὃν τρόπον καυθήσεται καλάμη ὑπὸ ἄνθρακος πυρός, καὶ συγκαυθήσεται ὑπὸ φλογὸς ἀνειμένης...» (Ἡσ. εʹ 22-24).

[3] Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἑορτάζεται τὴν καʹ (21ην) Μαρτίου (βλέπε Τόμον Γʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Βλέπε «Εὐεργετινός», ἡμετέρα ἔκδοσις, βιβλ.Γʹ, ὑπόθ. Αʹ, ἀπόφθ. Αʹ.

[5] Βλέπε «Εὐεργετινός», ἡμετέρα ἔκδοσις, βιβλ. Γʹ, ὑπόθ. Αʹ, ἀπόφθ. Αʹ, § 3.