Τότε τοῦ δεικνύει τὸ ἔνδυμα ὁ φανεὶς καὶ τοῦ λέγει· «Γνωρίζεις αὐτό;». Ὁ δὲ εἶπε· «Ναί». Καὶ ὁ νέος· «Ἰδοὺ ὅτι τὸ φορῶ ἀπὸ τὴν ὥραν ὅπου μοῦ τὸ ἔδωκες καὶ σὲ εὐχαριστῶ, διότι ἤμην γυμνὸς καὶ μὲ ἐνέδυσες». Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ τελώνης, ἐγνώρισε τὴν δήλωσιν τῆς ὀπτασίας καὶ οὕτως ἤρχισε νὰ μακαρίζῃ πολλὰ τὴν πενίαν, λέγων εἰς ἑαυτόν· «Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς λαμβάνει διὰ τὸν ἑαυτόν του ὅσα δίδονται διὰ τοὺς πένητας, νὰ μὴ ἀποθάνω, πρὶν ἢ γίνω τελείως πτωχὸς καὶ ἄπορος». Εὐθὺς δὲ μὲ τὸν λόγον καὶ τὸ ἔργον ἐγένετο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔδωσεν ἐλεημοσύνην τὸ πρᾶγμα του, καλεῖ ἕνα αἰχμάλωτον, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀγοράσει καὶ τὸν εἶχεν ἐπίτροπον εἰς τὸν οἶκόν του, καὶ τοῦ λέγει· «Ἕνα λόγον ἀπόκρυφον ἔχω νὰ σοῦ εἴπω μυστικὰ καὶ γνώριζε, ὅτι ἐὰν τὸν φανερώσῃς τινὸς καὶ δὲν κάμῃς τὸν λόγον μου, θέλω σὲ πωλήσει εἰς τοὺς βαρβάρους ἐξ ἀποφάσεως». Ὑποσχεθέντος δὲ τοῦ ἐπιτρόπου νὰ τελέσῃ τὸ προσταττόμενον, τοῦ δίδει δέκα λίτρας χρυσίου, λέγων· «Ὕπαγε, ἀγόρασον πραγματείαν καὶ λάβε με ὡς δοῦλον σου εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ δὲ πώλησόν με τινὸς Χριστιανοῦ καὶ τὴν πληρωμήν, τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ δώσουν, διαμοίρασον εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ κρατήσῃς οὔτε ἓν ἀργύριον». Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα, ἐδάκρυσε καὶ ἔλεγεν ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ. Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Πέτρος· «Ἐπ’ ἀληθείᾳ θὰ σὲ πωλήσω εἰς τοὺς βαρβάρους ἐὰν παρακούσῃς, τὴν ἐντολήν μου». Ἰδὼν λοιπὸν τὴν εὐλαβῆ αὐτοῦ γνώμην καὶ τὸ ἀμετάθετον αὐτῆς ἔκαμε καθὼς τὸν προσέταξε καὶ ἀπελθὼν εἰς Ἱεροσόλυμα τὸν ἐπώλησε χρυσοχόου τινὸς φίλου του, τὸν ὁποῖον ἔλεγαν Ζωΐλον· ἔπειτα ὑποσχεθεὶς μεθ’ ὅρκου εἰς τὸν Πέτρον ὅτι δὲν θὰ εἴπῃ τινὸς τὴν ὑπόθεσιν, ἐπέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν.
Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Πέτρος αἰχμάλωτος καὶ πενιχρὰ ἐνδεδυμένος εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ζωΐλου μετὰ πολλῆς ταπεινότητος καὶ ἔκαμνε τὰς εὐτελεστέρας ὑπηρεσίας, ἐμαγείρευεν, ἔπλυνε τὰ ἀγγεῖα καὶ τὰ ἱμάτια, ἐνήστευεν, ἠγρύπνει καὶ ἄλλας ἀρετὰς ἐσπούδαζεν. Ὅθεν ὁ Ζωΐλος βλέπων τὰς πράξεις του καὶ γνωρίσας, ὅτι ὁ Θεὸς ἔστειλεν εἰς τὸν οἶκον του εὐτυχίαν, τὸν ηὐλαβήθη καὶ τοῦ λέγει· «Γνώριζε, Πέτρε, ὅτι θέλω νὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὴν σήμερον, νὰ σὲ ἔχω ὡς ἀδελφόν μου». Ὁ δὲ Πέτρος δὲν ἠθέλησε, διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῇ τὸν μισθὸν τῆς ὑπακοῆς. Οἱ δὲ ἄλλοι δοῦλοι, βλέποντες αὐτὸν οὕτως εὐτελῆ εἰς τὸ ἔνδυμα, τὸν κατεφρονοῦσαν καὶ τὸν ὕβριζαν. Ὑπέμεινε δὲ τοὺς ὀνειδισμοὺς ὁ Πέτρος μετ’ εὐχαριστίας.