Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον κατῴκουν εἰς Ἀλεξάνδρειαν πλησίον ἀλλήλων δύο σκυτοτόμοι. Ὁ εἷς εἶχε πατέρα, μητέρα, γυναῖκα καὶ παῖδας, τοὺς ὁποίους ὅλους ἔτρεφε μὲ τὸ ἐργόχειρόν του καὶ τοῦ ἔστελλεν ὁ Κύριος κάθε καλόν, διότι ἠγάπα τὴν Ἐκκλησίαν, κατὰ τὴν Δεσποτικὴν ἐντολήν, τὴν λέγουσαν· «Αἰτεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καὶ τὰ λοιπά. Ὁ δὲ ἕτερος σκυτοτόμος ἔκαμνεν ὅλως τὸ ἐναντίον, ἤτοι ἐδούλευε ἡμέραν καὶ νύκτα, εἰς Ἐκκλησίαν δὲν ἐπήγαινε διὰ τὴν πλεονεξίαν του καὶ πάλιν, μὲ δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, δὲν τὸν ἔφθανον τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἔπαιρνεν ἀπὸ τὸ ἐργόχειρόν του, νὰ πορεύεται. Βλέπων δὲ τὸν ἄλλον ὅτι εἶχε κέρδος περισσότερον, τὸν ἐφθόνει, ἡμέραν δέ τινα τοῦ λέγει· «Θαυμάζω πολύ, νὰ δουλεύῃς ὀλιγώτερον ἀπὸ ἐμὲ καὶ νὰ τρέφῃς τόσους ἀνθρώπους, ἐγὼ δὲ νὰ μὴ κερδίζω κἂν τὴν ζωοτροφίαν μου». Ἐκεῖνος δέ, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἐγὼ ὑπάγω εἰς τόπον τινά, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκω χρήματα καὶ πλουτίζω, ἐὰν δὲ καὶ σὺ δὲν ὀκνεύῃς νὰ ἔρχεσαι καθ’ ἡμέραν μαζί μου, θέλομεν μοιράζει τὸ διάφορον». Ὁ δὲ ἐδέχθη καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀμφότεροι, εἰς ὀλίγον δὲ καιρόν, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, ἐπλούτισε καὶ ὁ ἄλλος σκυτοτόμος. Λέγει δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἕτερος· «Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσην ὠφέλειαν δίδει ἡ Ἐκκλησία; Πρόσεχε λοιπὸν πάντοτε, νὰ μὴ ἀμελῇς τὴν ἀκολουθίαν σου καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ». Αὐτὴν τὴν γνωστικὴν καὶ ἐνάρετον συμβουλὴν τοῦ καλοῦ σκυτοτόμου μαθὼν ὁ Πατριάρχης, τὸν ἐχειροτόνησεν Ἱερέα, κρίνων αὐτὸν ἄξιον πάσης τιμῆς διὰ τὴν πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ἀγάπην.
Ὅταν δὲ ἤθελεν ἴδει τινὰ ὑπερήφανον, δὲν τὸν ἤλεγχεν εἰς τὸ φανερόν, διὰ νὰ μὴ τὸν καταισχύνῃ, ἀλλὰ καθεζόμενος μετ’ αὐτοῦ καὶ ἄλλων τινῶν, ὡμίλει περὶ ταπεινώσεως, καὶ ἔλεγε ταῦτα καθ’ ἑαυτοῦ, διὰ νὰ φέρῃ τὸν ὑπερήφανον εἰς ταπείνωσιν· «Ἀπορῶ, ἀδελφοί, καὶ ἐξίσταμαι, πῶς ἡ ψυχή μου δὲν συλλογίζεται, οὔτε μελετᾷ τοῦ Δεσπότου τὴν ἄκραν ταπείνωσιν, ἀλλὰ κενοδοξῶ κατὰ τοῦ πλησίον, θαρρῶν νὰ ἔχω ὑπὲρ ἐκεῖνον περισσοτέραν ἀρετὴν καὶ εὐγένειαν, μὴ βάλλων εἰς τὸν νοῦν μου τὴν γλυκυτάτην αὐτοῦ διδαχήν, ἥτις λέγει· «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ νὰ εἶσθε πρᾳεῖς καὶ ταπεινοί, διὰ νὰ εὕρητε εἰς τὰς ψυχάς σας ἀνάπαυσιν»· μηδὲ συλλογιζόμενος τὰ θαύματα καὶ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, οἵτινες ὠνομάζοντο γῆ καὶ σποδός, σκώληκες καὶ ὄχι ἄνθρωποι.