Πέντε ἡμέρας πρὶν νὰ τελευτήσῃ ὁ Ἅγιος, ἀκούσασα γυνή τις ὅτι εἰς ὀλίγας ἡμέρας, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Ἁγίου, ἔμελλε νὰ ὑπάγῃ πρὸς Κύριον, ἔδραμε καὶ πίπτει μετὰ πολλῶν δακρύων εἰς τοὺς πόδας του λέγουσα· «Δέσποτά μου ἁγιώτατε, ἐγὼ ἡ ταλαίπωρος ἔπραξα ἁμαρτίαν τινὰ τόσον μεγάλην καὶ φοβεράν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐτόλμησα νὰ τὴν ἐξομολογηθῶ, γινώσκουσα ὅτι δὲν θέλει ὑποφέρει ἄνθρωπος νὰ τὴν ἀκούσῃ ποσῶς· ὅμως γνωρίζω βέβαια καὶ πιστεύω, ὅτι διὰ τὴν χάριν καὶ τὴν παρρησίαν τὴν ὁποίαν ἔχεις πρὸς Κύριον, δύνασαι διὰ προσευχῆς νὰ μοῦ ἐξαλείψῃς τὸ ἀνόμημα». Ὁ δὲ εἷπε πρὸς αὐτὴν μὲ πρᾳότητα· «Ἐὰν πιστεύῃς, ὦ γύναι, ὅτι δι᾽ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ θέλει σοῦ συγχωρήσει ὁ Κύριος τὸ ἀνόμημα, ὁμολόγησέ το νὰ λάβῃς τελείαν ἄφεσιν». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ ὁμολογήσῃ ποσῶς, ἀπὸ τὴν πολλὴν αἰσχύνην τοῦ πράγματος. Λέγει τότε εἰς αὐτὴν ὁ Ἅγιος· «Ὕπαγε καὶ γράψε αὐτὸ κἂν εἰς τεμάχιον χάρτου καὶ φέρε μου αὐτὸ ἐσφραγισμένον, σοῦ ὑπόσχομαι δὲ εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὴ τὸ ἴδῃ ἄνθρωπός τις». Ἡ δὲ μετὰ βίας ἐδέχθη νὰ κάμῃ τὸ προστασσόμενον.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφερεν, ἡ γυνὴ τὸ γράμμα γεγραμμένον καὶ ἐσφραγισμένον, παρεκάλεσε τὸν Ἅγιον νὰ τὸ φυλάττῃ καλὰ διὰ νὰ μὴ περιπέσῃ εἰς ξένα χέρια. Ὑπεσχέθη ὅθεν νὰ κάμῃ τὸ θέλημά της ὁ Ἅγιος καὶ ἡ μὲν γυνὴ ἀνεχώρησε καὶ ἀπῆλθε δι’ ὑπηρεσίαν ἔξω τῆς πόλεως, ὁ δὲ Ἅγιος ἐτελεύτησε, χωρὶς νὰ εἴπῃ τινὸς τίποτε περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως. Ἡ γυνή, ὡς ἔμαθε τὴν κοίμησιν αὐτοῦ, ἔλαβε τόσον πόνον καὶ θλῖψιν, ὥστε ἐκινδύνευε σχεδὸν νὰ παραλογίσῃ· ὅμως θαρροῦσα εἰς τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου, ἀπῆλθεν εἰς τὸν τάφον αὐτοῦ καὶ ὥσπερ νὰ ἦτο ἀκόμη ζῶν, ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν ταῦτα κλαίουσα· «Ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἐγὼ δὲν ἠθέλησα νὰ σοῦ ὁμολογήσω τὴν ἁμαρτίαν μου διὰ τὴν αἰσχύνην, ἀλλὰ τὴν ἔγραψα, καθὼς προσέταξας, καὶ σοῦ ἔφερα τὸ γραμματεῖον, διὰ νὰ φύγω τὴν μέλλουσαν κόλασιν, καὶ σὺ ἐκοιμήθης ἔξαφνα καὶ δὲν ἠξεύρω εἰς τίνος χεῖρας εὑρίσκεται· καὶ ἐνῷ δὲν ἤθελα νὰ τὸ ἀκούσῃ ἄνθρωπος, τώρα θαρρῶ θὰ τὸ μάθῃ ὅλη ἡ Κύπρος καὶ θὰ λάβω αἰσχύνην καὶ σύγχυσιν ἄμετρον. Ὤ νὰ μὴ σοῦ τὸ ἔδιδα, ἐπειδὴ ὠφέλειαν δὲν μοῦ ἔκαμες! πλὴν δὲν ἀπελπίζομαι ἡ ταλαίπωρος, οὔτε ἀναχωρῶ ἀπὸ τὸν τάφον σου, ἕως ὅτου μοῦ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀλήθειαν, καὶ νὰ λάβω πληροφορίαν τῆς ὑποθέσεως, ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι δὲν ἀπέθανες, ἀλλὰ ζῇς ἐν Κυρίῳ καὶ λαμβάνεις παρ’ αὐτοῦ ὅσα θέλεις καὶ βούλεσαι.