Ὁ δὲ Πατρίκιος εἶχεν ἄδικον, ὡς ἀπὸ φιλαργυρίαν νικώμενος. Ὅμως ὁ Ἅγιος, συλλογιζόμενος, ὅτι ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος ἢ δίκαιον ἔχει ἢ ἄδικον, πρέπει νὰ μὴ σκανδαλίζειαι, βλέπων μάλιστα ὅτι ἐπλησίαζεν ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἔστειλε τὸν πρῶτον τῶν πρεσβυτέρων νὰ εἴπῃ τοῦ Πατρικίου, ὅτι ὁ ἥλιος ἐβασίλευε, θέλων νὰ τοῦ δώσῃ εἴδησιν μὲ τοῦτον τὸν λόγον, ὅτι δὲν ἦτο συγχωρημένον, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Δεσπότου, νὰ κρατῇ ὁ θυμός του ἕως τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἡγεμὼν ἐθαύμασε τὴν χρηστότητα τοῦ ἀνδρός, καὶ ἦλθεν εἰς τόσην κατάνυξιν ψυχῆς καὶ θερμότητα, ὥστε ἀπῆλθεν εἰς τὸν Ἅγιον, ὅστις τὸν ὑπεδέχθη χαροποιός, λέγων· «Καλῶς ἦλθες, τέκνον ὑπακοῆς, εἰς τὸ τῆς Ἐκκλησίας πρόσταγμα πίστευσόν μοι, ὅτι ἐὰν ἐγνώριζα πὼς δὲν ἤσουν τόσον σκανδαλισμένος, θὰ ἠρχόμην νὰ σὲ εὕρω καὶ δὲν ἐντρεπόμην, ὅτι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπήγαινεν εἰς τὰς χώρας καὶ πόλεις διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ ἁμαρτωλοὺς πρὸς μετάνοιαν». Ὁ δὲ Πατρίκιος εἶπε πρὸς αὐτόν· «Δέσποτά μου, μὲ τὴν εὐχήν σου ἀπὸ τὴν σήμερον δὲν θέλω πιστεύσει πλέον εἰς τοὺς λόγους ἐκείνων τῶν κακῶν ἀνθρώπων, οἵτινες σὲ διέβαλαν καὶ μὲ τὰς πανουργίας των ἔσπειραν ἀνάμεσόν μας ζιζάνια». Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐὰν πιστεύωμεν, τέκνον μου, τὰς διαβολὰς τῶν ἀνθρώπων, πίπτομεν σὲ πολλοὺς κινδύνους καὶ μάλιστα τώρα, ὅπου εἶναι ὀλίγοι οἱ πιστοί, καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν ἀγάπην οὔτε δικαιοσύνην ποσῶς, ἀλλὰ μόνον ἔχθραν πάσχουν νὰ βάλουν ὡς πονηρότατοι. Τοῦτο πολλὰς φορὰς δοκιμάζων ἀπεφάσισα νὰ μὴ πιστεύω πλέον εἰς ἄνθρωπόν τινα, οὔτε νὰ κάμω ἀπόφασιν, χωρὶς νὰ ἐξετάσω τὰ δύο μέρη ἐπιμελέστατα, καὶ ἔδωκα νόμον, ὅτι ὅποιος ἐγκαλέσῃ τινὰ διὰ κανὲν ἔγκλημα, ἐὰν δὲν τὸ ἀποδείξῃ μὲ μαρτυρίας καὶ εὑρεθῇ ψεύστης, νὰ λαμβάνῃ τὴν τιμωρίαν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶχε νὰ πάθῃ ὁ πταίστης· ὅθεν ἀπὸ τότε δὲν ἐτόλμησέ τις νὰ μοῦ ἀναφέρῃ ψεύματα, τὴν ὁποίαν τάξιν σὲ παρακαλῶ νὰ φυλάξῃς καὶ σύ, εἰδεμὴ πίπτεις εἰς πολλὰς ἀδικίας. Ὑποσχεθεὶς δὲ ὁ Πατρίκιος, ὅτι θὰ ἐκτελέσῃ τὴν παραγγελίαν ταύτην τοῦ Ἁγίου, ἀνεχώρησεν.
Εἶχε δὲ ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀνεψιόν τινα ὀνόματι Γεώργιον, ὅστις ἦλθεν εἰς διαφορὰν μετά τινος καπήλου, ὅστις εἶχεν ἐνοικιάσει ἀπὸ τὸν Ἅγιον ἐργαστήριά τινα, διὰ τὰ ὁποῖα ἐπλήρωνεν ἐνοίκιον. Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀσυνείδητος ὕβρισε τὸν νέον καὶ πολλὰ τὸν κατεφρόνησεν· ὅθεν ἐντραπεὶς αὐτός, ἔδραμεν εἰς τὸν Πατριάρχην κλαίων, ὅστις ἠρώτησεν αὐτὸν τὴν αἰτίαν τῆς θλίψεως.