Κυριακὴν δέ τινα κατὰ τὴν ὁποίαν ἐλειτούργει ὁ Ἅγιος, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ μέσον τῆς ἱερουργίας, ἐνεθυμήθη τὸν ἀφωρισμένον κληρικὸν καὶ τῆς δεσποτικῆς ἐντολῆς, ἥτις κελεύει νὰ ἀφήσωμεν τὸ δῶρον εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὅταν ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἔχομεν μετά τινος σκάνδαλον καὶ νὰ ὑπάγωμεν πρῶτον νὰ τὸν εἰρηνεύσωμεν καὶ ἔπειτα νὰ προσφέρωμεν τὴν θυσίαν. Ὅθεν ἔστειλεν ἀνθοώπους νὰ εὕρωσι τὸν κληρικὸν ἐκεῖνον ταχέως, νὰ τὸν φέρουν, διὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ δαίμονος.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἧλθεν ὁ ζητούμενος, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Βῆμα ὁ Πατριάρχης ἐνδεδυμένος τὴν ἀρχιερατικὴν στολὴν καὶ πίπτει εἰς τοὺς πόδας του λέγων· «Ἀδελφέ, συγχώρησόν μοι διὰ τὸν Κύριον». Ὁ πρῴην δὲ ἀσύνετος οὗτος καὶ ἄνους, βλέπων τὴν ἱερὰν κεφαλὴν ἐκείνην κειμένην εἰς τοὺς πόδας του, ἐτρομοκρατήθη φοβηθεὶς μήπως ἔλθῃ πῦρ ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ τὸν κατακαύσῃ· ὅθεν ἔπεσε καὶ αὐτὸς μετὰ δακρύων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐξομολογούμενος ἐζήτει τὴν τῶν ἀγνοημάτων συγχώρησιν. Ὁ δὲ Πατριάρχης εἶπεν· «Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συγχωρήσῃ καὶ τοὺς δύο, ὦ τέκνον μου». Ἔπειτα τὸν ἐπῆρεν ἀγαλλιώμενος καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα μετὰ καθαρᾶς συνειδήσεως, καὶ τότε εἶπε μὲ παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον· «Ἄφες ἡμῖν, Δέσποτα, τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. ϛ’ 12). Ὁ δὲ κληρικὸς μετετράπη ἀπὸ τοῦτο τὸ παράδειγμα εἰς χρηστότητα, καὶ ἔγινε μέτριος τόσον, ὥστε εἰς ὀλίγον καιρὸν ἠξιώθη καὶ τῆς Ἱερωσύνης. Ἀλλὰ ἀκούσατε καὶ ἄλλο παρόμοιον.
Εἶπέ τις τῶν Πατέρων, ὅτι τῆς φύσεως τῶν Ἀγγέλων εἶναι ἴδιον τὸ νὰ μὴ ἔχουν μάχην ποτὲ οὐδὲ σκάνδαλον μεταξύ των, τῶν δὲ ἀνθρώπων εἶναι ἴδιον τὸ νὰ ὀργίζωνται, νὰ σκανδαλίζωνται καὶ ταχέως νὰ κάμουν διαλλαγήν, τῶν δαιμόνων δὲ νὰ εἶναι μαχόμενοι καὶ ἀγάπην ποτὲ νὰ μὴ ἔχωσι. Τοῦτο δὲ εἶπον, διὰ νὰ δείξω τὴν τελειότητα τοῦ Ἁγίου εἰς ὀλίγον σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον τοῦ συνέβη μὲ τὸν Πατρίκιον, ὅστις ἤθελε νὰ πληρώνῃ ὁ λαὸς ὅλος ὡρισμένα χρήματα τῆς βασιλείας· ἀλλ’ ὁ Ἅγιος δὲν τὸν ἄφηνεν, ἔχων ζῆλον διὰ τοὺς πτωχούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐρρίπτετο τὸ βάρος τοῦ ἄνωθεν φόρου. Διὰ τοῦτο ἐφιλονίκησε καὶ ἠναντιώθη μὲ τὸν φίλον του μὴ θέλων νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἀδικήσῃ τοὺς πένητας. Ὁ δὲ ἄρχων ἀνεχώρησεν ἀπ’ αὐτοῦ ὀργιζόμενος, ἦτο δὲ ὥρα τρίτη τῆς ἡμέρας, καὶ τοῦ μὲν Ἰωάννου τὸ σκάνδαλον ἦτο εὔλογον λίαν καὶ δικαιότατον ὡς ἀπὸ θεῖον ζῆλον κινουμένου.