Ὁ δὲ Ἅγιος δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ τελειώσῃ τὸν λόγον καὶ τοῦ λέγει· «Ἐγώ, τέκνον μου, νὰ σοῦ δανείσω ὅσα χρειάζεσαι καὶ εὐθὺς τοῦ ἔδωσε τὰ ἀργύρια. Τοσοῦτον εὐσπλαγχνικὸς ἦτο, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τινὰ τεθλιμμένον κλαίοντα καὶ νὰ μὴ συγκλαύσῃ μετ’ αὐτοῦ. Ὁ δὲ Θεὸς ἔδειξεν ὀπτασίαν εἰς τὸν ρηθέντα πλούσιον, διὰ νὰ τοῦ φανερώσῃ, πόσον μέγαν μισθὸν ἐζημιώθη, διότι δὲν ἐδάνεισε τοῦ πτωχοῦ τὸ χρυσίον, καθὼς τὸ ἔταξεν.
Εἶδε λοιπὸν καθ’ ὕπνον ὁ πλούσιος αὐτὸς Ἱερέα ἱστάμενον εἰς τὸ Ἱερόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔφερον πολλὰς προσφοράς, δι ἑκάστην δὲ προσφορὰν ποὺ τοῦ ἔδιδεν ἕκαστος ἐλάμβανεν ἑκατόν. Ὁ δὲ Πατριάρχης ἵστατο ὄπισθεν τοῦ Ἱερέως. Τότε τοῦ ἐφάνη ὅτι ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν· «Λάβε τὰς προσφορὰς ἐκείνας καὶ δὸς αὐτὰς τοῦ Ἱερέως, διὰ νὰ λάβῃς καὶ σὺ ἑκατὸν εἰς τὴν μίαν». Ὁ δὲ ἄρχων ἠμέλησε νὰ ὑπάγῃ· ὅθεν ὁ Πατριάρχης ἔδραμε καὶ λαβὼν τὰς προσφορὰς ἔδωσεν αὐτὰς τοῦ Ἱερέως, ὅστις τοῦ ἀνταπέδιδε δι’ ἑκάστην προσφορὰν ἑκατὸν τοιαύτας. Ἐξυπνήσας ὁ ἄρχων δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ τῆς ὀπτασίας τὴν δήλωσιν, πλὴν ἐνεθυμήθη τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον, ὅστις ἐζήτει τὸ δάνειον καὶ καλεῖ αὐτὸν νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ. Ὁ δὲ ἀπελθὼν εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι ὁ Πατριάρχης τοῦ ἐπῆρε τὸν κόπον καὶ τὸν μισθόν, διότι δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὑπομένῃ, ἐπειδὴ οἱ δανεισταὶ τὸν ἐβίαζον. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τὴν ἀλήθειαν εἶπες, ὅτι μοῦ ἐπῆρε τὸν μισθὸν ὁ Πατριάρχης καὶ τὸ εἶδον εἰς ὀπτασίαν». Οὐαὶ λοιπὸν εἰς ἐκείνους, οἵτινες δύνανται νὰ κάμουν καλὸν καὶ ἀμελοῦσιν οἱ ἄφρονες! Ἀκούσατε δὲ καὶ διὰ τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ καὶ πόσην σπουδὴν εἶχε διὰ νὰ μὴ εἶναι τις σκανδαλισμένος μαζί του καὶ πόσον ἐταπεινώνετο, διὰ νὰ φέρῃ τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς μετάνοιαν.
Δύο ἀπὸ τοὺς κληρικούς του ἐσκανδαλίσθησαν καὶ ἐδάρησαν, τοὺς ὁποίους δικαίως ἀφώρισε· καὶ ὁ μὲν εἷς ἐδέχθη κατὰ τὸ πρέπον τὸ ἐπιτίμιον, ὡς εὐλαβὴς ὅπου ἦτο, καὶ διορθωθεὶς ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τὴν συγγώρησιν. Ὁ δὲ ἕτερος δὲν ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν τὸν ἀφορισμόν, ἀλλὰ διῆγεν ἀμελῶς, ὄχι δὲ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ὡς ὑπερήφανος ἠπείλει νὰ ζημιώσῃ τὸν Ἅγιον. Οὗτος δὲ ἦτο εἷς ἀπὸ ἐκείνους, οἵτινες συνεβούλευαν τὸν Πατρίκιον νὰ λάβῃ τὰ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας. Βλέπων λοιπὸν ὁ ἀνεξίκακος Ἰωάννης τὴν ἀσέβειαν τοῦ κληρικοῦ, ὅτι ἔμενεν εἰς τὸν ἀφορισμὸν ἑκουσίως, μηδόλως διὰ τὴν ψυχήν του φροντίζων, ἐπικραίνετο πολύ, διότι ὁ καταχθόνιος λύκος ἔμελλε νὰ φάγῃ τὸ πρόβατόν του καὶ ἐμελέτα νὰ τὸν νικήσῃ μὲ τὴν ταπείνωσιν.