Ἄλλην φορὰν πάλιν ἐπῆγεν εἷς ἄνθρωπος εἰς τὸν Ἅγιον, δεόμενος αὐτοῦ νὰ τὸν ἐλεήσῃ, τὸν ὁποῖον ἐλυπήθη πολὺ διότι ἦτο ἄρχων πρότερον καὶ ἐπτώχευσεν· ὅθεν εἶπεν εἰς τὸν διανομέα νὰ τοῦ δώσῃ δέκα πέντε λίτρας χρυσίου. Ἐκεῖνος δὲ πηγαίνων νὰ φέρῃ τὰ χρήματα, συνεβουλεύθη μὲ τὸν οἰκονόμον καὶ ἄλλους καὶ δὲν ἔδωσαν εἰμὴ πέντε λίτρας, διότι τοὺς ἐφάνη πολὺ νὰ δώσωσι δέκα πέντε. Ἦτο δὲ τότε ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διότι ἦτο ἡμέρα Κυριακὴ πρωῒ καὶ ἐνῷ ἐξῆλθε, τὸν ὑπήντησε χήρα τις γυνὴ πλουσιωτάτη καὶ τοῦ δίδει ἕνα γράμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγραφεν, ὅτι τοῦ ἐχάριζε πεντακοσίας λίτρας χρυσίου διὰ τὴν ψυχήν της. Τοῦτο βλέπων ὁ Ἅγιος ἐγνώρισε μὲ τὴν Χάριν τοῦ προορατικοῦ, τὴν ὁποίαν εἶχε, τὴν αἰτίαν τοῦ πράγματος καὶ λέγει εἰς τοὺς ὑπηρέτας· «Πόσον χρυσίον ἐδώσατε εἰς τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον, ὅπου σᾶς εἶπα;». Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Ὅσον ἐπρόσταξες». Ὁ δὲ Ἅγιος ἐφώνησε τὸν πτωχὸν καὶ τὴν ἠρώτησεν ἔμπροσθεν αὐτῶν πόσον ἔλαβεν. Ὁ δὲ ὡμολόγησε τὴν ἀλήθειαν.
Τότε δεικνύει ὁ Ἅγιος εἰς αὐτοὺς τὸ γράμμα τῆς γυναικὸς καὶ τοὺς λέγει μὲ αὐστηρότητα· «Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσῃ διὰ τὰς χιλίας λίτρας χρυσίου, τὰς ὁποίας ἕνεκα ἡμῶν ἔχασα σήμερον, διότι, ἐὰν ἐδίδετε ὅσα σᾶς εἶπα ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ, μοῦ ἔδιδεν ἡ γυνὴ ἐκείνη ἄλλας χιλίας λίτρας χρυσίου καὶ διὰ νὰ βεβαιωθῆτε τὴν ἀλήθειαν εἰπέτε τῆς γυναικὸς νὰ ἔλθῃ ἐδῶ». Ἡ δὲ ἦλθεν εὐθὺς βαστάζουσα τὸ χρυσίον. Λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ Ἅγιος· «Παρακαλῶ σε, εἰπέ μου τὴν ἀλήθειαν, εἶχες γνώμην νὰ μοῦ δώσῃς περισσότερα χρήματα;». Ἡ δὲ μετὰ φόβου πολλοῦ ἀπεκρίνατο· «Ἐπ’ ἀληθείας, Δέσποτα Ἅγιε, χιλίας πεντακοσίας λίτρας ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου εἰς τὸν χάρτην, τὸν ὁποῖον σοῦ ἔδωσα ἔπειτα τὸν ἀνέγνωσα, ἐὰν ἔχῃ σφάλμα τι, καὶ βλέπω μόνον πεντακοσίας γεγραμμένας· τὸ πῶς ἔγινε τοῦτο δὲν γνωρίζω, ὅτι τὸν χάρτην δὲν ἔδωσα εἰς χεῖρας ἄλλου· ὅθεν θαυμάζουσα περὶ τούτου, ἐνόμισα ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ δώσω περισσότερα». Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ διανομεῖς τοῦ Ἁγίου ἔπεσαν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ ζητοῦντες συγχώρησιν, ἐκεῖνος δὲ τοὺς προσέταξε νὰ μὴ κάμουν πλέον παρακοήν, ἀλλὰ νὰ ποιῶσι τὸ προστασσόμενον.
Βλέπων ὁ ἡγεμὼν τῆς Ἀλεξανδρείας, ὀνόματι Νικήτας Πατρίκιος, τὴν ἄμετρον ἐλεημοσύνην καὶ τὴν μεγαλόδωρον προαίρεσιν τοῦ Ἁγίου καὶ φθονήσας, διότι ἐσκόρπιζεν εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸν θησαυρὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀφθονοπάροχα, παρακινηθεὶς δὲ καὶ ἀπό τινας κακοὺς ἀνθρώπους, ἀπῆλθεν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον