μὴ ἔχετε λοιπὸν καμμίαν φροντίδα διὰ ζωοτροφίαν καὶ ἔνδυμα, εἰμὴ μόνον νὰ προσεύχεσθε διὰ τὴν ψυχήν μου καὶ ἂς λογίζεται ἡ κοινοβιακὴ Ἀκολουθία, τὴν ὁποίαν ἀναγινώσκετε ὅλοι ὁμοῦ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς ψυχικήν μου ὠφέλειαν, τῶν δὲ προσευχῶν, τὰς ὁποίας κάμνετε κατὰ μόνας, ἂς εἶναι μισθὸς ἰδικός σας». Τοῦτο δὲ εἶπεν ὁ πάνσοφος διὰ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ προσεύχωνται ἀκατάπαυστα καὶ νὰ μὴ δαπανῶσιν ἄκαιρα καὶ ἐν ἀμελείᾳ τὸν βίον των.
Μετὰ ταῦτα ἀκούσας, ὅτι τινὲς κριταὶ τῆς Ἐκκλησίας ἔκαμαν ἀδικοκρισίαν μὲ χρήματα, ἀδικοῦντες πτωχούς, ἤλεγξεν αὐτοὺς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ ἀκουσθῇ πλέον ὅμοιόν τι δι’ αὐτοὺς καὶ διὰ νὰ τοὺς νικήσῃ μὲ τὸ καλὸν καὶ νὰ τοὺς ἐκβάλῃ πᾶσαν αἰτίαν ἀδικίας, τοὺς ηὔξησε τὸν μισθὸν καὶ τὴν πληρωμήν, τὴν ὁποίαν ἐλάμβανον, διὰ νὰ ἔχωσιν αὐτάρκειαν, προστάσσων νὰ μὴ δέχωνται οὐδόλως δῶρον, ἐνθυμούμενοι τὸ ρητὸν τῆς Γραφῆς, ὅπερ λέγει, ὅτι τὸ πῦρ θέλει κατακαύσει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν δῶρα καὶ κρίνουσιν ἄδικα [2]. Οὕτω λοιπὸν διδαχθέντες ὑπ’ αὐτοῦ διωρθώθησαν τόσον, ὥστε ἔστρεψαν ὀπίσω τὸ ὕστερον μίσθωμα. Μαθὼν δὲ ὁ Ἅγιος ὅτι τινὲς πτωχοὶ ἐδυναστεύοντο ἀπὸ ἄλλους, καὶ θέλοντες νὰ παρρησιασθοῦν ἔμπροσθεν αὐτοῦ νὰ τοὺς ἐγκαλέσουν, δὲν τοὺς ἄφηναν οἱ ὑπηρέται νὰ εἰσέλθουν, ἀλλὰ τοὺς ἐδίωκον ἔξω, διενοήθη ὁ τρισμακάριος νὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀδικίαν ταύτην τοιουτοτρόπως. Ἐπρόσταξε νὰ βάλλουν τὸν θρόνον του ἔξω τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν φόρον τρὶς τῆς ἑβδομάδος καὶ καθεζόμενος ἐπερίμενεν ἕως τὴν ὥραν τοῦ γεύματος, διὰ νὰ ἔρχωνται οἱ πτωχοὶ καὶ ἄποροι μόνοι των, νὰ λέγουν τὸ δίκαιόν των καὶ διὰ νὰ μὴ ἐντρέπωνται οὔτε νὰ φοβοῦνται, δὲν ἤθελε τὴν ὥραν ἐκείνην νὰ εἶναι πλησίον αὐτοῦ οἱ ὑπηρέται, εἰμὴ μόνον εὐλαβής τις καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος, διὰ νὰ προσκαλῇ ἕκαστον νὰ ἔρχεται. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἤθελεν ἀκούσει τὴν αἴτησιν τοῦ πτωχοῦ, ἐὰν εἶχε δίκαιον, ἐπρόστασσε τοὺς ὑπηρέτας νὰ κάμωσι τὴν δικαιοσύνην, πρὶν ἔλθῃ ἡ ὥρα τοῦ γεύματος.
Ὅθεν ἅπαντες ἐθαύμαζον, βλέποντες τοιαύτην νέαν συνήθειαν, τὴν ὁποίαν ἄλλος τις δὲν ἔκαμε προτερον, καὶ ἠρώτων τὴν τούτου αἰτίαν· ὁ δὲ ἀπεκρίνατο ταῦτα· «Ἐὰν ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι ἔχωμεν ἄδειαν νὰ εἰσερχώμεθα πᾶσαν ὥραν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ ἱστάμεθα ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου, δεόμενοι καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν μὲ τόσην αὐθάδειαν νὰ μᾶς δίδῃ ταχέως τὰ αἰτούμενα, πόσῳ μᾶλλον εἴμεθα καὶ ἡμεῖς χρεῶσται νὰ ἀκούωμεν τὰς δεήσεις τῶν συνδούλων μας καὶ νὰ τοὺς βοηθῶμεν κατὰ δύναμιν, ἐνθυμούμενοι τὸν δεσποτικὸν λόγον· «Ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν;» (Ματθ. ζ’ 2).