Ἔκτισε ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα, πτωχοτροφεῖα καὶ εὐποιΐας καὶ καλωσύνας ἔκαμεν ἀναριθμήτους, δίδων καθημερινῶς σιτηρέσια διὰ νὰ κυβερνῶσι τοὺς δεομένους καὶ τόσην εἶχεν εἰς ταῦτα ἐπιμέλειαν, ὥστε καὶ τῶν πτωχῶν καὶ ἀπόρων γυναικῶν, αἵτινες δὲν εἶχον κἂν μίαν καλύβην νὰ γεννῶσιν, οὔτε πρὸς θεραπείαν τι ἐπιτήδειον, ἔδωκεν ἑπτὰ οἰκίας εἰς διαφόρους τόπους τῆς πόλεως, μὲ κλίνας, στρώματα καὶ τροφὰς καὶ πᾶν ἄλλο χρειαζόμενον. Ὅσοι δὲ κληρικοὶ ἦσαν πτωχοί, ἐλάμβανον παρ’ αὐτοῦ τὰ πρὸς τὴν χρείαν καὶ οὐχὶ μόνον εἰς αὐτοὺς ἔδιδεν, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς Ἐπισκόπους, εἰς ὅσους δηλονότι δὲν ἔφθανον αἱ δαπάναι νὰ πορεύωνται. Ἀλλὰ τί ταῦτα πάντα πρὸς τὴν μεγάλην θάλασσαν τῆς πλουσίας αὐτοῦ προαιρέσεως καὶ τὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο πέλαγος τῆς χρηστότητος; Κατὰ ἀλήθειαν, ἄλλος Νεῖλος ἦτο εἰς τοσοῦτον ἀναρίθμητον ἔλεος, ὄχι μόνον ποτίζων ὡς ἐκεῖνος τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν τὴν κτίσιν σχεδὸν δροσίζων· διότι ποῖος πτωχὸς καὶ ἄπορος ἤρχετο πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνεχώρει μὲ κενὰς τὰς χεῖρας καὶ στυγνὸν πρόσωπον χωρὶς νὰ ἀπολαύσῃ πλουσίας χρηστότητος;
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐλεηλάτησαν τὴν Συρίαν οἱ Πέρσαι καὶ ἠχμαλώτισαν λαὸν ἀμέτρητον, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἠδυνήθησαν καὶ ἔφυγον πολλοὶ ἄρχοντες ὁμοῦ καὶ ἀρχόμενοι, ὡς καὶ Κληρικοὶ καὶ Ἐπίσκοποι, οἵτινες ἀκούοντες τὴν φήμην τοῦ Πατριάρχου ἔδραμον ὥσπερ εἰς λιμένα καὶ καταφυγὴν μόνιμον, ζητοῦντες ἱκανὴν ἐλεημοσύνην, τοὺς ὁποίους ὅλους ὁ πλούσιος ἐκεῖνος καὶ ἀστενοχώρητος ἑστιάτωρ ἐδέχθη μὲ ἱλαρώτατον πρόσωπον, τοὺς παρηγόρησεν ὡς πατὴρ φιλότεκνος καὶ πλουσίως καὶ δαψιλῶς ἠλέησεν, οὐχὶ ὡς ξένους καὶ παροίκους, ἀλλ’ ὡς ἀδελφούς του καὶ τέκνα, χαρίζων εἰς αὐτοὺς τὰ πρὸς τὴν χρείαν καὶ μὴ ἀποβλέπων πρὸς τὸ πλῆθος τῶν δεομένων, ἀλλὰ πρὸς τὸν πλουσιόδωρον Θεόν, τὸν ἀνοίγοντα χεῖρα καὶ εἰς πᾶν ζῷον εὐδοκίαν μεταδίδοντα· τοὺς δὲ πληγωμένους ἔβαλεν εἰς πανδοχεῖα, προστάσσων τοὺς πανδοχεῖς νὰ τοὺς ἐπιμεληθοῦν μὲ ἰατρείας ἀναγκαίας καὶ νὰ μὴ τοὺς βιάσουν νὰ ἀναχωρήσουν χωρὶς νὰ θέλωσι μόνοι των. Εἰς δὲ τοὺς ὑγιεῖς ἐπρόσταξε νὰ δίδεται καθ’ ἑκάστην ὡρισμένον ποσόν, τῶν δὲ γυναικῶν νὰ δίδεται τὸ διπλοῦν, λέγων ὅτι αἱ γυναῖκες ἔπρεπε νὰ ἐνισχύωνται περισσότερον, διότι δὲν δύνανται νὰ γυρίζουν εἰς διαφόρους τόπους χωρὶς κίνδυνον καὶ μὲ τόσην εὐκολίαν, ὥσπερ οἱ ἄνδρες.