Ὁ Θεὸς ὅμως, ὅστις οἰκονομεῖ τὰ πάντα πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν Ἅγιον τὴν ὑπόθεσιν. Ὅθεν ἔστειλε καὶ τὸν ἔφεραν, καὶ διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ λέγει πρὸς αὐτόν· «Μὴ λυπεῖσαι, τέκνον μου, καὶ ἐλπίζω ὅτι ἀπὸ τὴν σήμερον θὰ σὲ ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς καὶ δὲν θὰ ζημιωθῇς πλέον εἰς τὸ πέλαγος, διότι ἦτο ἀπὸ ἀδικίας καμωμένον τὸ πλοῖον καὶ τὸ ἔχασες». Ταῦτα εἰπών, ἔδωσεν εἰς αὐτὸν ἓν πλοῖον τῆς Ἐκκλησίας φορτωμένον πλῆρες μὲ δύο μυριάδας κιλὰ σίτου, καὶ τοῦ λέγει· «Ὕπαγε εἰς τὸ ταξίδιον καὶ πολὺ κέρδος θέλεις κάμει μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν». Ἐξερχόμενος λοιπὸν ὁ πραγματευτὴς ἀπὸ τὸν λιμένα, ἐταξίδευεν εἴκοσιν ἡμερονύκτια χωρὶς νὰ ἴδουν γῆν οὔτε ἤξευραν καθόλου ποῦ ἐπήγαιναν, οὐδὲ τί ἄνεμος τοὺς ἔπνεε, μόνον ὁ πλοίαρχος ἔβλεπε τὸν Πατριάρχην καθήμενον εἰς τὸ τιμόνι καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ μὴ φοβῆται, ὅτι καλὰ ἐταξίδευον. Μετὰ ἡμέρας εἴκοσιν ἔφθασαν εἰς τὰς νήσους τῆς Βρεταννίας, εἰς τὰς ὁποίας ἦτο μεγάλη πεῖνα, μαθὼν δὲ ὁ ἄρχων, ὅτι ἦσαν φορτωμένοι μὲ σῖτον, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἔμπορον, ἐὰν ἤθελε νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα φλωρὶ εἰς τὸ κιλὸν ἢ νὰ ζυγίσουν τὸν σῖτον καὶ νὰ τοῦ δώσουν ἴσον βάρος κασσιτέρου, ἤτοι καλάϊ. Ὁ δὲ ἔμπορος ἐπῆρε τὸ ἥμισυ εἰς χρῆμα καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ εἰς κασσίτερον καὶ οὕτως ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Βρεταννίαν καὶ ταξιδεύοντες ἔφθασαν εἰς τὴν Δεκάπολιν.
Ἐκεῖ ἔγινεν ἕνα ἐξαίσιον θαῦμα καὶ ἐκπλήξεως ἄξιον καὶ εἰς πολλοὺς ὀλιγοπίστους ἀπίστευτον, ἤτοι ἐξῆλθεν ὁ πλοίαρχος εἰς τὴν ἄνωθεν χώραν καὶ ἐπώλησεν ἑνὸς χρυσοχόου φίλου του πεντήκοντα λίτρας ἀπ’ ἐκεῖνον τὸν κασσίτερον. Ὁ δὲ χρυσοχόος, θέλων νὰ τὸν δοκιμάσῃ εἰς τὴν πυράν, εἶδεν ὅτι ἦτο ἄργυρος ἄδολος· ὅθεν ἐνόμισεν ὅτι τοῦ τὸ ἔδωκεν ὁ φίλος του διὰ νὰ τὸν ἴδῃ ἐὰν ἦτο πιστὸς καὶ λαβὼν τὸν ἄργυρον ἐπῆγεν εἰς τὸ πλοῖον καὶ τοῦ λέγει· «Πότε μὲ ηὗρες ψεύστην ἢ ἄδικον καὶ ἦλθες σήμερον νὰ μὲ δοκιμάσῃς, δίδων μου ἄργυρον ἀντὶ κασσιτέρου;». Ὁ δὲ θαυμάσας εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πίστευσόν μοι, ὅτι διὰ κασσίτερον σοῦ τὸ ἔδωκα· ἀλλ’ ἐὰν ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ ποιήσας τὸ ὕδωρ οἶνον, ἔκαμε καὶ αὐτὸ τὸ θαυμάσιον διὰ προσευχῆς τοῦ Πατριάρχου, τοῦ ὁποίου εἶναι ὅλον τὸ φορτίον καὶ τὸ πλοῖον, τί θαυμαστόν; ἀλλὰ διὰ νὰ πιστωθῇς τὴν ἀλήθειαν, ἂς ὑπάγωμεν νὰ σοῦ δείξω καὶ τὸ ὑπόλοιπον». Ἀπελθόντες λοιπόν, τὸ εὗρον ἀργύριον ἄδολον. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀπίστευτον, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ Θεός, ὅστις ἔκαμε πρότερον ἄλλα θαυμασιώτερα, ὁ αὐτὸς ἠδυνήθη ἐν εὐκολίᾳ νὰ κάμῃ καὶ τοῦτο, διὰ νὰ πλουτίσῃ τὸν δοῦλον του Ἰωάννην καὶ νὰ κυβερνήσῃ τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον πραγματευτήν, ὅστις ἐζημιώθη.