Τῇ ΙΒ’ (12ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Ἐλεήμονος.

ὅθεν πιστεύω, ὅτι θέλουσα ἡ Χάρις του νὰ μὲ κάμῃ νὰ μὴ κενοδοξῶ ὅτι δίδω ἐλεημοσύνην, ἐπαραγώρησε νὰ μοῦ ἔλθῃ ἡ συμφορὰ αὕτη, διὰ νὰ ταπεινωθῶ. Ἐγὼ λοιπὸν εἶμαι αἴτιος δύο κακῶν, ἑνὸς μέν, διότι ἐστερήθην τοῦ μισθοῦ τῆς ἐλεημοσύνης διὰ τὴν ὑπερηφάνειαν μου· ἄλλοι δέ, ὅτι δι’ αὐτὴν πάλιν ἔγινα πρόξενος ἀπωλείας τοσούτων χρημάτων καὶ τώρα εἶναι ἐπάνω μου τὸ κρῖμα ὅλων ἐκείνων τῶν πτωχῶν, οἵτινες ἤθελον κυβερνηθῆ μὲ αὐτά· πλὴν ἐλπίζω εἰς τὸν πανάγαθον Κύριον, ὅτι διὰ τὴν ἀνάγκην τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν μου δὲν θέλει μᾶς ἐγκαταλείψει, ὅτι αὐτὸς ὁ Θεός, ὅστις ἦτο τὸν καιρὸν τοῦ Ἰώβ, καὶ τοῦ ἐπολλαπλασίασε τὰ ἀγαθά, ἐκεῖνος εἶναι καὶ τώρα καὶ οὕτως ἐλπίζω νὰ κάμῃ καὶ εἰς ἡμᾶς».

Αὐτὰ καὶ ἕτερα πλείονα ἔλεγε πρὸς ἐκείνους, οἵτινες ἤρχοντο χάριν παρακλήσεως, καὶ ὅλοι ἀνεχώρουν μὲ πολλὴν ὠφέλειαν ψυχικήν, διὰ τὴν ὑπομονὴν αὐτοῦ καὶ ἄκραν ταπείνωσιν. Καὶ ὄντως εἰς ὀλίγον καιρὸν ἀνταπέδωκεν ὁ πλουσιόδωρος εὐεργέτης τούτου τοῦ νέου Ἰὼβ δύο φορὰς τόσα, ὅσα τοῦ ἐπῆρε, καθὼς αὐτὸς ἐπροφήτευσεν. Ὅθεν εὐχαριστήσας τὸν Κύριον ἔγινε πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς εὐσπλαγχνικώτερος, καὶ μαθὼν ὅτι ἄνθρωπός τις εὑρίσκετο εἰς πτωχείαν πολλὴν καὶ ἐντρέπετο νὰ ζητήσῃ παρρησίᾳ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπῆγε κρυφίως μόνος του ὁ Ἅγιος καὶ τοῦ δίδει δύο λίτρας χρυσίου, διὰ τὸ ὁποῖον εὐχαρίστησε πολλὰ ὁ πτωχὸς καὶ τοῦ λέγει, ὅτι θὰ εἶναι χρεοφειλέτης του πάντοτε εἰς τοσαύτην εὐεργεσίαν, ἐπειδὴ κατεδέχθη νὰ ὑπάγῃ μόνος εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ ὅτι θὰ ἐντρέπεται πάντοτε νὰ τὸν ἴδῃ εἰς τὸ πρόσωπον. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπεν εἰς αὐτόν· «Σιώπα, μὴ λέγῃς τοιαῦτα, ὅτι ἀκόμη δὲν ἔχυσα τὸ αἷμά μου διὰ σέ, καθὼς ὁ Δεσπότης ἀπέθανε δι’ ἡμᾶς».

Ἔφευγον δὲ τότε ἀπὸ τὴν Περσίαν πλῆθος πολὺ διὰ τὸν διωγμόν, ὡς ἄνωθεν εἴπομεν, καὶ ἤρχοντο εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ὅπου τοὺς ὑπεδέχετο ὁ Πατριάρχης μὲ εὐσπλαγχνίαν μεγάλην. Διὰ τοῦτο ἐδυστύχησεν ὁ κόσμος ὀλίγον καιρὸν καὶ ἔγινε μεγάλη ἀκρίβεια, διότι ὁ Νεῖλος δὲ ἐξεχείλισε τὸν χρόνον ἐκεῖνον νὰ ποτίσῃ τὴν γῆν καὶ ἔμειναν ἄνυδρα τὰ χωράφια. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐδαπάνησεν ὅλον τὸν θησαυρὸν τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πατριάρχης καὶ χιλίας λίτρας χρυσίου, τὸ ὁποῖον ἐδανείσθη καὶ τὸ διεμοίρασεν ὅλον εἰς τοὺς πτωχούς, ἐπλήθυνεν ἡ πεῖνα περισσότερον καὶ δὲν εὕρισκε πλέον νὰ δανεισθῇ, διότι ἕκαστος ἐφρόντιζε δι’ ἑαυτόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πέτρος ὁ Κναφεὺς ὑπῆρξε Πατριάρχης Ἀντιοχείας (465-455, 474-475, 475), εἰσαγαγὼν εἰς τὸν Τρισάγιον ὕμνον τὴν θεοπασχιτικὴν φράσιν «ὁ Σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς» (βλέπε ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐν τῷ ἐκεῖ Συναξαρίῳ καὶ τῇ ἀκολουθούσῃ ὑποσημειώσει).

[2] «Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν... οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες· διὰ τοῦτο ὃν τρόπον καυθήσεται καλάμη ὑπὸ ἄνθρακος πυρός, καὶ συγκαυθήσεται ὑπὸ φλογὸς ἀνειμένης...» (Ἡσ. εʹ 22-24).

[3] Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἑορτάζεται τὴν καʹ (21ην) Μαρτίου (βλέπε Τόμον Γʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[4] Βλέπε «Εὐεργετινός», ἡμετέρα ἔκδοσις, βιβλ.Γʹ, ὑπόθ. Αʹ, ἀπόφθ. Αʹ.

[5] Βλέπε «Εὐεργετινός», ἡμετέρα ἔκδοσις, βιβλ. Γʹ, ὑπόθ. Αʹ, ἀπόφθ. Αʹ, § 3.