Ἦτο δὲ τότε ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν κληρικός τις πλουσιώτατος δίγαμος, ὅστις εἶχε πόθον νὰ γίνῃ Ἱεροδιάκονος, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ νόμος δὲν τὸν συνεχώρει νὰ ἱερωθῇ διὰ τὸ δεύτερον στέφανον, ἐνόμισεν ὅτι θὰ καταπείσῃ τὸν Ἅγιον μὲ ἀργύρια, διὰ τὴν πολλήν του ἀνάγκην, νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ποθουμένην ἀξίαν. Λοιπὸν ἔστειλεν εἰς αὐτὸν γράμμα μὲ τὸν υἱόν του καὶ ἔλεγε ταῦτα· «Δέσποτά μου παναγιώτατε, ἤκουσα ὅτι διὰ τὴν πεῖναν, ἥτις ἦλθε διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, δὲν ἔχεις νὰ βοηθῇς τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴν συνήθειαν καὶ δὲν μοῦ φαίνεται πρέπον νὰ ἔχω ἀπόλαυσιν καὶ ἀφθονίαν ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δοῦλός σου, καὶ σὺ ὁ Δεσπότης μου νὰ εὑρίσκεσαι εἰς ἀπορίαν. Λοιπὸν ἔχω σῖτον πολλὰς χιλιάδας μόδια, καὶ ἑκατὸν πενῆτα λίτρας χρυσίου, τὰ ὁποῖα ὅλα σοῦ χαρίζω, νὰ μὲ χειροτονήσῃς Διάκονον καὶ γνωρίζεις ὅτι συγχωρεῖ ὁ Ἀπόστολος νὰ γίνῃ ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις».
Λαβὼν τὴν ἐπιστολὴν ταύτην ὁ Ἅγιος ἐκάλεσε τὸν δίγαμον καὶ ἤλεγξεν αὐτὸν μυστικὰ διὰ νὰ μὴ τὸν καταισχύνῃ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ λέγει· «Ὁ πανάγαθος Θεὸς θέλει κυβερνήσει τοὺς πτωχούς, καθὼς τοὺς ἔτρεφε πρὶν γεννηθῶμεν ἐγὼ καὶ σύ· μόνον ἂς φυλάττωμεν τὰς ἐντολάς του, καὶ αὐτὸς ὅστις ηὐλόγησε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς ἐπλήθυνεν εἰς τὴν ἔρημον, δύναται νὰ εὐλογήσῃ καὶ σήμερον δέκα μόδια σίτου, τὸν ὁποῖον ἔχω ἀκόμη εἰς τὴν σιταποθήκην μου νὰ ἀρκέσῃ εἰς ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ. Εἰς σὲ δέ, τέκνον, ἁρμόζει ὁ λόγος τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς Σίφλωνα ὅτι· «Οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ» (Πράξ. η’ 21). Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἅγιος ἀπέπεμψεν αὐτὸν ἄπρακτον, καὶ εὐθὺς ἔφθασαν εἰς τὸν λιμένα δύο πλοῖα μεγάλα τῆς Ἐκκλησίας πλήρη σίτου, τὰ ὁποῖα εἶχε στείλει εἰς τὴν Σικελίαν καὶ εἶχον χιλιάδας πολλάς. Τότε ὁ Ἅγιος ἔπεσε κατὰ γῆς μετὰ δακρύων καὶ ἀγαλλιάσεως λέγων· «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριέ μου, ὅτι δὲν ἀφῆκες τὸν δοῦλόν σου νὰ πωλήσῃ τὴν χάριν τῆς Ἱεροδιακονίας. Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὅτι οἱ ἐκζητοῦντές σε καὶ τὰς ἐντολάς σου φυλάττοντες οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. λγ’ 11).
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τῆς σιτοδείας ἐχρεώστει ἱκανὰ ἀργύρια ἕνας πτωχὸς καὶ τὸν ἔπνιγαν οἱ δανεισταὶ νὰ τὰ δώσῃ· ὅθεν ἐπῆγεν εἰς πλούσιόν τινα, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δανείσῃ πεντήκοντα λίτρας χρυσίου μὲ τόκον. Ὁ δὲ ἄρχων ὑπεσχέθη μὲν νὰ τοῦ δώσῃ, ἀλλὰ μόνον μὲ λόγον τὸ εἶπεν· ἔπειτα παρήρχοντο αἱ ἡμέραι καὶ οἱ δανεισταὶ δὲν τοῦ ἔδιδαν διορίαν· ὅθεν ἀπῆλθεν εἰς τὸν Πατριάρχην, καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν τὴν ὑπόθεσιν.