Λόγος Γ’. Πανηγυρικὸς εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου. Ὑπὸ Μακαρίου Σκορδίλη ἢ Κωφοῦ.

Ἐγὼ τοὺς ὑπερηφάνους, τὸν Ἑωσφόρον καὶ τὸν Ἀδάμ, κατεκρήμνισα, διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, κάτω εἰς τὰ καταχθόνια, ἐγὼ τὴν ταπεινὴν Μαρίαν ὑψώνω, διὰ τὴν ταπείνωσίν της, εἰς τὰ ὑπερουράνια βασίλεια. Θέλω λοιπὸν νὰ ὑψωθῇ ἐκείνη ἡ ὁποία ἐταπεινώθη καὶ ὠνόμασε τὸν ἑαυτόν της δούλην, νὰ γίνῃ μεγάλη, ἐστεφανωμένη Βασίλισσα Ἀγγέλων τε καὶ ἀνθρώπων, διὰ νὰ συμπροσκυνῆται ὡς Βασίλισσα μετὰ τοῦ Βασιλέως τῶν ἁπάντων, ὑπὸ πάσης τῆς λογικῆς φύσεως ὁρατῆς καὶ ἀοράτου, ἀπὸ ἀνθρώπους δηλαδὴ καὶ Ἀγγέλους. Θέλω νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ἐγώ, ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος, ὑψώνω τοὺς ταπεινοὺς καὶ ταπεινώνω τοὺς ὑπερηφάνους. Θέλω νὰ ἐννοήσουν, ὅτι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ ιη’ 14).

Χριστιανοὶ ὀρθοδοξότατοι, εἰπέτε μοι, σᾶς παρακαλῶ, ἂν εἷς ἐπίγειος βασιλεὺς ἤθελεν ἀποφασίσει νὰ τιμήσῃ τὴν μητέρα του, διότι τὸν ἐγέννησε, διότι τὸν ἐθήλασε, διότι τὸν ἀνέθρεψε, πόσους θησαυροὺς νομίζετε ἤθελε χαρίσει εἰς αὐτὴν καὶ μὲ πόσα ἄλλα βασιλικὰ στολίσματα καὶ ὡραΐσματα ἤθελε τὴν καλλωπίσει; Βεβαίως μὲ πολλὰ καὶ μεγάλα, μὲ ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἠμπορεῖ νὰ χαρίσῃ ἕνας βασιλεύς. Ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἰδίαν δόξαν τῆς βασιλείας του ἤθελε τιμήσει τὴν μητέρα του. Οὕτω δὲν ἔχουσι τὰ πράγματα; Ναί, βεβαίως. Τὸ αὐτὸ δὲν ἔπρετε νὰ πράξῃ καὶ ὁ ἐπουράνιος Βασιλεύς, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριάρχων, σήμερον ὅτε ἀπεφάσισε νὰ τιμήσῃ καὶ δοξάσῃ τὴν Μητέρα Αὐτοῦ καὶ Παρθένον; Ναί, βεβαίως. Ἐκεῖνος λοιπὸν ὁ πλουσιόδωρος Βασιλεύς, ὅστις ὑψώνει καὶ τιμᾷ τοὺς ταπεινούς, ὄχι ὡς ὁ ἐπίγειος βασιλεύς, ὅστις χαρίζει φθαρτὰ καὶ γήϊνα πράγματα, ἀλλὰ ὡς μέγας Θεὸς καὶ Βασιλεύς, ὅστις ἀνταμείβει τοὺς δούλους του μὲ ἄφθαρτα καὶ οὐράνια κάλλη, τί νομίζετε ὅτι ἤθελε χαρίσει εἰς τὴν ἀγαπημένην του Μητέρα; Μὲ ποίαν τιμὴν νομίζετε ἤθελε τιμήσει τὴν κεχαριτωμένην Παρθένον; Ὄχι βέβαια μὲ θησαυροὺς καὶ στολὰς χρυσοποικίλτους καὶ ἀδαμαντοκολλήτους, ὄχι μὲ φθαρτὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα, ἀλλὰ μὲ ἄφθαρτα καὶ οὐράνια. Τῆς ἐχάρισε τιμήν, ὅσην ἄφθαρτον καὶ οὐράνιον ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ὁ εἷς καὶ μόνος Θεός· τῆς ἔδωκε τόσην δόξαν, ὅσην ἀΐδιον καὶ ἔκλαμπρον πρέπει νὰ ἔχῃ ἕνας Θεός· τὴν ἐστεφάνωσε μὲ τόσην Βασιλείαν, ὅσην ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἕνας Βασιλεὺς καὶ Θεός, ἀπέραντον καὶ αἰώνιον. Τὴν ὕψωσεν ἐπάνω εἰς τόσα μεγαλεῖα καὶ θαυμαστὰ ἄφθαρτα καὶ ἀμάραντα, εἰς ὅσα ὑψώνεται ὁ Ὕψιστος καὶ μέγας Θεός. Τοιαῦτα εἶναι τὰ μεγαλεῖα, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν ἡ Παρθένος σήμερον, Χριστιανοί, διὰ τὴν ἄκραν της ταπείνωσιν. Ὢ τῶν φρικτῶν καὶ ἀνεκλαλήτων μεγαλείων τῆς Παρθένου! Ὢ μακαρία ταπείνωσις, εἰς πόσον ὕψος ἀναβιβάζεις τοὺς ἀγαπῶντας Σε!