Λόγος Γ’. Πανηγυρικὸς εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου. Ὑπὸ Μακαρίου Σκορδίλη ἢ Κωφοῦ.

Ἀληθῶς δὲ μία τοιαύτη ταπείνωσις, τὴν ὁποίαν ἔδειξεν ἡ Παρθένος, ἦτο ἀξία πάσης μεγαλειότητος. Διότι, ποία ταπείνωσις ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ ταύτην τῆς Παρθένου, Χριστιανοί; Μήπως τῆς Ἰουδήθ, ἥτις ἐθανάτωσε τὸν Ὀλοφέρνην; Μήπως τῆς Ἰαήλ, ἥτις ἐθανάτωσε τὸν Σισάρα; Ἂ! Σκιὰ παραμικρὰ εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ τῶν δύο τούτων, συγκρινομένη μὲ ἐκείνην τῆς Παρθένου. Καὶ διὰ νὰ πληροφορηθῆτε τὴν ἀλήθειαν, ἂς ἀνοίξωμεν τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ ἂς ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὴν πρώτην, διὰ νὰ ἴδωμεν τί κατώρθωσαν αὗται αἱ γυναῖκες. Ἡ Ἰουδήθ, ἡ ὡραία καὶ πάγκαλος, ἡ ὁποία ἦτο θυγάτηρ τοῦ Μεραρῆ καὶ γυνὴ τοῦ Μανασσῆ, ἔδειξε μίαν ἄκραν ταπείνωσιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ παρακαλοῦσα τὴν χάριν Του, ὅταν ἵστατο μόνη ἄνωθεν τῆς κλίνης τοῦ Ὀλοφέρνους καὶ αὐτὸς βυθισμένος εἰς βαθύτατον ὕπνον μέθης, ἐβόα μὲ τὴν καρδίαν της τοιαῦτα πρὸς τὸν Θεόν· «Κύριε, ὁ Θεὸς πάσης δυνάμεως, ἐπίβλεψον ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ … καὶ κραταίωσόν με, ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ» (Ἰουδ. ιγ’ 4-7). Ὁμιλοῦσα λοιπὸν μὲ τὴν καρδίαν ἡ Ἰουδὴθ πρὸς τὸν Θεόν, ὁμιλεῖ καὶ μὲ τὸν νοῦν πρὸς τὸν ὑπνοῦντα Ὀλοφέρνην διὰ τούτων τῶν λόγων· «Ἆρά γε νὰ φαντάζεσαι, Ὀλοφέρνη, εἰς τὸν ὕπνον σου, ὅτι ἠχμαλώτισες τὸ γένος μου, τοὺς Ἑβραίους, καὶ ἐκυρίευσας τὴν Ἱερουσαλήμ; Ἆρά γε νὰ ὀνειρεύεσαι ἐμὲ τὴν Ἰουδήθ, ἥτις ἔμεινα μόνη εἰς τὴν σκηνήν σου, ἀναχωρησάντων ἀπὸ σοῦ ὅλων τῶν σωματοφυλάκων καὶ δορυφόρων; Ἐξηπατήθης ἆρά γε ἀπὸ τὸ κάλλος μου, ἢ ἀπὸ τὸν πολὺν πότον καὶ τὴν μέθην σου; Νὰ φονεύσῃς τοὺς Ἰουδαίους στοχάζεσαι ἢ ὅτι θὰ σὲ φονεύσῃ μία γυνή;».

Τοιαῦτα συλλογιζομένη ἡ πάγκαλος καὶ ἀνδρικωτάτη Ἰουδὴθ καὶ περιγελῶσα τὸν ὑπερήφανον Ὀλοφέρνην διὰ τὴν ἀνοησίαν του καὶ τὴν μέθην του, τὸν συλλαμβάνει μὲ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς καὶ κρατοῦσα μὲ τὴν δεξιὰν τὴν ἰδίαν του σπάθην, τοῦ θερίζει εὐθύς, γενναίως, ἀπὸ τοὺς ὤμους τὴν κεφαλήν. «Καὶ προσελθοῦσα τῷ κανόνι τῆς κλίνης ὃς ἦν πρὸς κεφαλῆς Ὀλοφέρνου καθεῖλε τὸν ἀκινάκην αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ καὶ … ἀφεῖλε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ» (Ἰουδ. ιγ’ 6-8). Ἄθλιε Ὀλοφέρνη, ἐξηπατήθης ἀπὸ τὸ κάλλος μιᾶς γυναικός, ἀπὸ τὴν μέθην καὶ τὸν οἶνον, καὶ ἐφονεύθης ἀπὸ μίαν γυναῖκα ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην σου. Πρᾶγμα παράδοξον καὶ φοβερόν, μία γυναῖκα νὰ φονεύσῃ ἕνα γίγαντα, ἕνα κραταιὸν καὶ μεγάλον στρατάρχην τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος!