Δικαίως λοιπὸν θεωροῦσα ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία τὰ μεγαλεῖα τῆς Παρθένου, τὰς ἀρετὰς αὐτῆς καὶ τὰς Χάριτας τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μὲ τὰς ὁποίας εἶναι ἐστολισμένη, κηρύττει μεγαλοφώνως καθ’ ἑκάστην μὲ ὅλα τὰ εὔηχα στόματα τῶν ἱερῶν Διδασκάλων, μὲ ὕλας τὰς φωνητικὰς σάλπιγγας τῶν Θεολόγων καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐναρμονίους μούσας, τῶν μελῳδικῶν μουσικῶν καὶ λέγει· «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν». Ὦ μεγαλεῖα ἐπάξια τῆς μητροπαρθένου Κόρης! Ὦ ἀσύγκριτοι ἀρεταὶ τῆς Κεχαριτωμένης Μαρίας! Ὦ χάριτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περιαστράπτουσαι τὴν Βασίλισσαν τῶν Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων! Ὦ ὑπερβάλλουσα ταπείνωσις τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Ὕψιστος Βασιλεὺς καὶ Θεὸς ταπεινωθείς, ἐγένετο ἄνθρωπος ταπεινὸς ἐξ αὐτῆς!
Τώρα, ἂν ἡ Παναγία Παρθένος ἔλαβε τόσα μεγαλεῖα καὶ δόξας, ὅσας οἱ χοροὶ ὅλοι τῶν Ἁγίων δὲν ἠξιώθησαν νὰ λάβουν, ἂν καὶ ἔφθασαν εἰς τὸ ἔπακρον τῆς τελειότητος τῶν ἀρετῶν, ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ἄλλο, παρὰ ὅτι τὸ ἔλαβεν ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν ἔδειξε σήμερον; Ὄχι, βέβαια. Καὶ ἠξιώθη ἡ Παρθένος νὰ ἀναβῇ ἐπάνω εἰς τὸ ὑπέρτατον ἀξίωμα τῆς Βασιλείας ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ προσκυνῆται ὡς Βασίλισσα στεφανωμένη ἀπὸ Ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ἄλλο, παρὰ ὅτι ἔλαβε τοιοῦτον ἀξίωμα ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοήν, τὴν ὁποίαν ἔδειξε σήμερον; Ὄχι, βέβαια. Καὶ ἂν ἠξιώθη ἡ Παρθένος νὰ λάβῃ ἓν τοιοῦτον μεγαλεῖον, ὥστε νὰ γίνῃ Μήτηρ Θεοῦ καὶ κατοικητήριον ἔντιμον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τὴν καθαρότητά Της καὶ τὴν παρθενίαν Της, ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ἄλλο, παρὰ ὅτι τὸ τοιοῦτον μεγαλεῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν ἔδειξε σήμερον; Ὄχι, βέβαια. Καὶ ἂν ἡ Παρθένος ἔλαβε τόσον μεγαλεῖον, ὥστε ὑπῆρξε μεσίτης διὰ νὰ συμφιλιωθῶμεν ἡμεῖς μὲ τὸν δημιουργόν μας Θεόν, διὰ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν, διὰ νὰ κερδήσωμεν πάλιν τὴν πρώτην μας υἱοθεσίαν, τὴν πρώτην μας δόξαν, τὴν πρώτην μας ἀθανασίαν καὶ μακαριότητα καί, ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, τὴν οὐράνιον πατρίδα καὶ τὰ ἀνεκλάλητα ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου, ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ἄλλο, παρὰ ὅτι τὸ τοιοῦτον μεγαλεῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν ἔδειξε σήμερον; Ὄχι, βέβαια.