Ποῦ εἶναι τώρα αὐτοὶ, οἱ ὑπερήφανοι καὶ ἀλαζόνες ἄνθρωποι, τὰ ὑψηλὰ καὶ κατάξηρα δένδρα, οἵτινες προσπαθοῦν μὲ τὴν κορυφήν των νὰ φθάσουν εἰς τὰ νέφη τοῦ οὐρανοῦ; Ποῦ εἶναι αὐτοὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἑωσφόρου, οἱ ὁποῖοι φαντάζονται, ὅτι εἶναι οἱ μεγαλύτεροι καὶ ὑψηλότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διὰ τὰ πλούτη των, διὰ τὴν δόξαν των, διὰ τὰ κτήματά των, καὶ διὰ τοῦτο καταφρονοῦν τοὺς ἀδελφούς των; Ποῦ εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι φαντάζονται, ὅτι διαφέρουν ἀπὸ ὅλους καὶ διὰ τοῦτο, ἀεροβατοῦντες, θεοποιοῦσι τὸν ἑαυτόν των καὶ δὲν καταδέχονται, φεῦ! νὰ χαιρετήσουν τοὺς ἀδελφούς των τοὺς πτωχούς; Ὤ! Δὲν ἤκουσαν ἆρά γε οὖτοι διὰ τὸν Ἑωσφόρον, πῶς ἐκρημνίσθη ἀπὸ τὴν δόξαν του καὶ ἔπεσε κάτω εἰς τὴν ἄβυσσον διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν του; Διατί λοιπὸν δὲν ἀγαπᾶτε καὶ σεῖς τὴν ταπείνωσιν, ἵνα μὴ πάθετε τὰ ἴδια; Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον εἰς ὑμᾶς, τετυφλωμένοι ὑπερήφανοι, δὲν βλέπετε ὅτι ἂν καὶ ἤκουσεν ἡ Παρθένος ἀπὸ τὸν Ἄγγελον, ὅτι γίνεται Βασίλισσα καὶ Μήτηρ Θεοῦ, πάλιν ἐταπεινώθη καὶ ὠνομάσθη μικρὰ δούλη, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἀνῆλθεν εἰς τόσα μεγαλεῖα ἀσύγκριτα καὶ ἀναρίθμητα; Διατί λοιπὸν δὲν ἀγαπᾶτε καὶ σεῖς τὴν ταπείνωσιν, διὰ νὰ λάβητε κατόπιν καὶ σεῖς, μὲ τὴν χάριν τῆς Παρθένου, τὴν ἀγαλλίασιν καὶ τὴν δόξαν της;
Ὑπερήφανοι Χριστιανοί, ἁμαρτωλοί, ἡ Παναγία μὲ τόσας ἀρετὰς κεκοσμημένη καὶ πάλιν ἐταπεινώθη καὶ σεῖς οἱ σκώληκες τῆς γῆς ποίας ἀρετὰς ἔχετε καὶ ὑπερηφανεύεσθε; Καὶ τί λέγω ἀρετάς; Μὲ πόσα φορτία δυσβάστακτα των ἁμαρτιῶν σας ἔχετε φορτωμένην τὴν ἀθλίαν ψυχὴν καὶ πάλιν δὲν ἀγαπᾶτε τὴν ταπείνωσιν διὰ νὰ ἐλαφρωθῆτε ἀπὸ ταῦτα, ἵνα λάβητε καὶ σεῖς τὸν Παράδεισον καὶ τὴν δόξαν τῆς Θεοτόκου; Ἄ, Χριστιανοί, Χριστιανοί! δύο πράγματα σᾶς λέγω καὶ περαίνω τὸν λόγον. Πρῶτον, ἂν ὑμεῖς ὑπερηφανεύεσθε καὶ δὲν θέλετε τὴν ταπείνωσιν, θέλετε κρημνισθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν κάτω εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ δεύτερον, ἂν ἀφήσετε τὴν κατηραμένην ὑπερηφάνειαν καὶ ἀγαπήσετε τὴν εὐλογημένην ταπείνωσιν καὶ μιμηθῆτε τὴν Θεοτόκον, θέλει σᾶς ὑψώσει ὁ Υἱός Της εἰς τὸ ὑπέρτατον μεγαλεῖον καὶ θέλει σᾶς χαρίσει τὴν Βασιλείαν Του τὴν οὐράνιον. Εἶναι προσταγὴ ἰδική Του· «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. ιδ’ 11, ιη’ 18). Ἔθηκεν ἐνώπιόν σας πῦρ κατακαῖον, τῆς ὑπερηφανείας, καὶ πῦρ καταδροσίζον, τῆς ταπεινώσεως· ἐκλέξατε σεῖς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον σᾶς ἀρέσει.