Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἰωάννης, ἐθαύμασε καὶ λέγει εἰς τὸν Ἅγιον· «Ἀδελφέ, μὴ λυπεῖσαι διὰ τοῦτο, διότι ὅσα ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ πάθῃς, τόσα ἔπαθες· εἶναι ἄλλωστε τίποτε, σκληρότερον ἀπὸ τὸν θάνατον;». Τότε ὁ Μάρτυς ἐπέστρεψε πρὸς τοὺς συνοδούς του καὶ ἐβάδιζεν ὁ μακάριος μὲ προθυμίαν πολλὴν πρὸς τὸ Μαρτύριον. Ἐνῷ δὲ ἔσπευδεν, ἐπάτησε τὴν πτέρναν ἑνὸς ἐξ αὐτῶν, ἐκεῖνος δὲ στρέψας λέγει πρὸς τὸν Μάρτυρα· «Εἰς γάμον ὑπάγεις καὶ τρέχεις οὕτω; Ἢ εἰς κανὲν περιβόλιον νὰ ξεφαντώσῃς». Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπήντησεν· «Ἂν ἐγνώριζες ποῦ ὑπάγω ἐγὼ καὶ ποῦ ἔχεις νὰ ὑπάγῃς σύ, θὰ ἔτρεχες νὰ φθάσῃς πρωτύτερα ἀπὸ ἐμέ, ἀλλὰ μετὰ θάνατον θὰ ἴδῃς ποῦ ἔχω νὰ ὑπάγω ἐγὼ καὶ ποῦ ἔχεις νὰ ὑπάγῃς σύ· διότι, ἐὰν μείνῃς Τοῦρκος μέχρι τέλους, θέλεις, ἄθλιε, καταδικασθῆ εἰς τὸ σκότος τοῦ Ἅδου τὸ ἐξώτερον». Πρὸς ταῦτα ὁ Τοῦρκος δὲν ἀπεκρίθη, ἀλλ’ ἐσιώπησεν. Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἤθελον νὰ τὸν κρεμάσουν εἰς τὴν τουρκικὴν συνοικίαν, τοὺς κατέπεισεν ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης, ὅστις ἦτο πάντοτε ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Μάρτυρα, καὶ τὸν ἔφεραν ἐκεῖ ὅπου κατώκουν Χριστιανοὶ διὰ νὰ τὸν κρεμάσουν.
Εὐθὺς δὲ ὡς ἔφθασεν ἐκεῖ, ἐκρέμασαν πρῶτον τὸ σχοινίον, διὰ νὰ ἴδῃ καὶ τρομοκρατηθῇ ὁ Ἅγιος, ἔπειτα δὲ ἐπέρασαν τὴν θηλειὰν εἰς τὸν λαιμόν του, μετ’ ὀλίγην δὲ ὥραν τοῦ λέγει ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς συνοδείας· «Κάμε μετάνοιαν, διότι θὰ σὲ κρεμάσω». Ὅμως ὁ Μάρτυς ἀπήντησε· «Τὸν Χριστόν μου προσκυνῶ καὶ πιστεύω». Ἄλλος τότε τοῦ εἶπε· «Ἂς ἔλθῃ ὁ Χριστὸς νὰ σὲ σώσῃ». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Δὲν θέλω νὰ μὲ λυτρώσῃ ἐδῶ, θέλω νὰ ἀποθάνω διὰ τὴν ἀγάπην Του». Τέλος πάντων ἔσυραν τὸ σχοινίον καὶ τὸν ἐκρέμασαν. Προσευχόμενος δέ, χωρὶς νὰ ταραχθῇ ἢ νὰ κινηθῇ κανὲν μέλος τοῦ σώματός του, παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ τὴν ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ καὶ ἔλαβε παρ’ αὐτοῦ τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον εἰς τοὺς χιλίους ὀκτακοσίους δύο χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ, Μαρτίου κγ’ (23 ῃ), ἡμέρᾳ Κυριακῇ, ὥρᾳ δευτέρᾳ.
Ἐκρέματο δὲ ἐκεῖ τὸ ἱερώτατον τοῦ Ἁγίου σῶμα τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας πεπληρωμένον Χάριτος θείας. Οἱ ὀφθαλμοί του καὶ τὸ στόμα του ἦσαν κεκλεισμένα, φαινόμενον ὡς νὰ ἐκοιμᾶτο καὶ ὄχι ὅτι ἦτο σῶμα νεκρόν. Διετηρεῖτο δὲ λευκότατον ὡς κρίνον, χωρὶς νὰ πάθῃ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι πάσχουν τὰ νεκρὰ σώματα. Οὔτε μυῖαι, οὔτε κανὲν ἄλλο ζωΰφιον ἐπλησίασε νὰ τὸ ἐγγίσῃ. Τὸ δὲ θαυμασιώτερον ὅλων ἦτο ἡ ἄρρητος εὐωδία, ἥτις ἐξήρχετο ἐκ τοῦ ἁγίου τούτου σώματος.