Τέλος πάντων κατησχυμμένοι οἱ Ἀγαρηνοὶ καὶ μὴ ἔχοντες τί ἄλλο νὰ κάμουν, εἶπον πρὸς τὸν Ἅγιον· «Τρεῖς ἡμέρας σοῦ δίδομεν προθεσμίαν καὶ στοχάσου καλῶς ἢ νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν πίστιν μας, τὴν ὁποίαν μόνος σου ἐζήτησες, καὶ ἐδέχθης ὡς καλήν, ἢ ἔχεις νὰ πάθῃς πολλὰ καὶ δεινὰ βασανιστήρια, ἐὰν ἐπιμείνῃς εἰς τὸ πεῖσμά σου». Εἶτα παραλαβόντες αὐτὸν οἱ ὑπηρέται, τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἠσφάλισαν τοὺς πόδας του εἰς τὸ ξύλον. Ἀφοῦ ταῦτα ἐγένοντο, λέγει ὁ κριτὴς πρὸς τοὺς παρισταμένους· «Αὐτὰ τὰ πράγματα ἄλλος δὲν τὰ κάμνει παρὰ ὁ Δεσπότης καὶ οἱ δημογέροντες· αὐτοὶ κάμνουν τοὺς Τούρκους Ρωμαίους καὶ μᾶς προξενοῦν τόσην ἀτιμίαν». Τοῦτον τὸν λόγον ἀκούσας ὁ Τοῦρτος διὰ τὸν ὁποῖον προείπομεν, ὅτι τοὺς ἔφθασεν εἰς τὴν ὁδόν, εἶπεν· «Ἐγὼ γνωρίζω τὸν Μοναχόν, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερεν ἐδῶ καὶ πρὸ ὀλίγου τὸν εἶδον εἰς τὴν θύραν τοῦ Ναζὴρ ἀγᾶ καὶ ἂν ἀγαπᾶτε νὰ σᾶς τὸν φέρω ἐδῶ». Τοῦτο βεβαίως ἦτο οἰκονομία Θεοῦ, διὰ νὰ μὴ πέσῃ ἡ κατηγορία εἰς τοὺς Μυτιληναίους καὶ διωχθοῦν ὅλοι ἀγρίως, ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ, ὅτι ξένος ἄνθρωπος τὸν ἔφερεν ἐκεῖ.
Ὁ δὲ εὐλογημένος ἐκεῖνος Βησσαρίων περιεφέρετο ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ μάθῃ, τί ἔγινεν. Ἐπίσης καὶ ὁ Νικόλαος, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔφερεν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Διὰ νὰ μανθάνῃ καὶ ἐκεῖνος τὰ γεγονότα, ἔφερεν ἐμπόρευμα καὶ τὸ ἐπώλει ἐκεῖ πλησίον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ναζήρη. Ὁ Βησσαρίων τότε εἶχε πλησιάσει ἐκεῖ, προφασιζόμενος δὲ ὅτι βλέπει τὸ ἐμπόρευμα τοῦ Νικολάου, ἐτόλμησε καὶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον εἰσῆλθεν ἐντὸς τῆς θύρας τοῦ δικὰστηρίου. Τὸν εἶδεν ὅμως ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν φυλάκων καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωκε μὲ πολὺν θυμὸν δύο ραπίσματα εἰς τὸ πρόσωπον, ἀπωθῶν αὐτὸν μὲ ἀγριότητα, τὸν ἔβγαλεν ἔξω. Δὲν τὸν ἔμελεν ὅμως καὶ θὰ ἦτο εὐχαριστημένος νὰ πάθῃ πολλά, ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἕως ὅτου μάθῃ καὶ ἴδῃ τὸ τέλος. Διότι πολὺ ἔτρεμεν ἡ καρδία του, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε τί ἔμελλε νὰ ἀκολουθήσῃ. Ἂν δὲ ὁ Νικόλαος δὲν ἤθελεν ἀκούσει τὰ λεχθέντα περὶ αὐτοῦ εἰς τὸ δικαστήριον καὶ δὲν εἶχεν ἐγκαίρως εἰδοποιήσει αὐτὸν περὶ τούτου καὶ ἂν δὲν εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ διὰ τῆς βίας βεβαίως ἤθελε πέσει εἰς τὰς χεῖρας τῶν ζητούντων Ἀγαρηνῶν ὁ Βησσαρίων. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς ἔστειλε τὸν Ἰωάννην, τὸν ὁποῖον πολλάκις ἀνεφέραμεν, τὸν κλητῆρα τοῦ Ναζήρη, εἰς τὴν φυλακήν, ὅστις ἠρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἤθελε νὰ μεταλάβῃ. Τοῦ ἔστειλε δὲ καὶ χαρτίον καὶ μελάνην, διὰ νὰ γράψῃ τὸ ὄνομά του καὶ τὴν πατρίδα του.