Ταῦτα ἐκεῖνοι ἀνελπίστως ἀκούσαντες ἐσίγησαν καὶ κανεὶς δὲν ἀπεκρίθη. Ὁ δὲ κριτὴς τὸν ἠρώτησε· «Πόθεν εἶσαι;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Ἀπ’ ἐδῶ, ἐντόπιος». Ἠρώτησε πάλιν ὁ κριτής· «Καὶ ποῦ ἤσουν ἕως τώρα;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Εἰς τὴν Ρωσίαν». Λέγει ὁ δικαστής· «Πῶς δὲν ἔμεινες ἐκεῖ;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Οὕτω μᾶς προστάζουν τὰ βιβλία μας· ἐκεῖ ὅπου ἀρνηθῆ κανεὶς τὴν Πίστιν του, ἐκεῖ πάλιν νὰ τὴν ὁμολογήσῃ». Ἐρωτᾷ, πάλιν ὁ δικαστής· «Ποῖος σὲ ἔφερεν ἐδῶ;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Ἕνα Ρωσικὸν πλοῖον». Ἠρώτησεν ὁ δικαστής· «Καὶ ποῦ ἐστάθμευσες;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Πουθενὰ δὲν ἐστάθην, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν ἦλθον ἐδῶ». Στρέφει τότε ὁ δικαστὴς πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ λέγει· «Εἶναι τρελλός, ἴδετε ἂν γνωρίζῃ τὰ ὑποδήματά του». Τρέχει τότε ἔξω ὁ Μάρτυς καὶ ἁρπάσας τὰ ὑποδήματά του τὰ φέρει ἔμπροσθέν του λέγων· «Δὲν εἶμαι τρελλός, ὅπως μὲ λέγεις· ἰδοὺ τὰ ὑποδήματά μου, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν». Ὁ δὲ κριτής, ἰδὼν τὴν πρᾶξιν τοῦ Ἁγίου, εἶπε· «Σὲ λυποῦμαι, παιδί μου, καὶ ἂν δὲν μὲ ὑπακούσῃς, ἔχεις νὰ δοκιμάσῃς πολλὰ μαρτύρια, τὰ ὁποῖα δὲν ἤκουσες ἕως τώρα. Συλλογίσου λοιπὸν καλά». Λέγει ὁ Μάρτυς· «Εγὼ πρῶτον ἐσυλλογίσθην ὅλας αὐτὰς τὰς τιμωρίας, τὰς ὁποίας ἠμπορεῖτε νὰ μοῦ κάμετε, καὶ ἔπειτα ἦλθα· λοιπὸν ὅ,τι ἔχετε νὰ μοῦ κάμετε, κάμετέ το μίαν ὥραν πρωτύτερα καὶ χωρὶς ἀργοπορίαν, ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὴν καθαρὰν καὶ ἀμώμητον Πίστιν μου, διότι εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω· τὸν Χριστόν μου προσκυνῶ, τὸν Χριστόν μου ποθῶ· ἐδῶ ὅπου ἀσυλλόγιστα τὸν ἠρνήθην, ἐδῶ πάλιν τὸν ὁμολογῶ τώρα καὶ τὸν κηρύττω μὲ ἐλευθέραν καὶ καθαρὰν τὴν σκέψιν μου».
Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε τοῦ ὑπεσχέθησαν πολλὰ καὶ πλούσια δῶρα, διὰ νὰ τὸν ἀπατήσουν, ἔπειτα δὲ τὸν ἠπείλησαν μὲ φοβερὰς τιμωρίας, διὰ νὰ τὸν τρομάξουν· ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἔμεινεν εἰς ὅλα ὡς ἀδάμας στερρότατος καὶ ἡ γνώμη του καθόλου δὲν μετεβάλλετο. Ἡ δὲ διαλογικὴ συζήτησις μεταξὺ τῶν τυράννων καὶ τοῦ Μάρτυρος δὲν εἶναι πλάσμα τῶν ἰδικῶν μας στοχασμῶν, ἀλλὰ εἶναι ἀληθὴς καὶ πραγματική, ἐπειδὴ ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος κλητὴρ τοῦ Ναζὴρ ἀγᾶ, τὸν ὁποῖον ἀνωτέρω ἀνεφέραμεν ὅτι ἀνέπαυσε τὸν Ἅγιον καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ ἔπιεν ὕδωρ, Ἰωάννης ὀνόματι, ἦτο ἐκεῖ παρὼν καὶ μετὰ μεγάλης προσοχῆς ἤκουσε τὰ λεχθέντα. Ὁ δὲ κριτὴς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ, ἰδόντες τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, ἐπρόσταξαν νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ναζήρη.