Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Ἐπῆγα εἰς τὸν Ναζὴρ ἀγᾶν καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· «Ἐγὼ ἠγόρασα μίαν σφραγῖδα, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐπώλησαν ὡς ἀπὸ χρυσὸν κατεσκευασμένην· ὅταν ὅμως τὴν ἐδοκίμασα, ἐγνώρισα ὅτι ἦτο ἐκ χαλκοῦ. Παρακαλῶ λοιπόν, δός μοι ἔγγραφον διαταγήν, νὰ ὑπάγω νὰ κριθῶ μὲ τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος μὲ ἐγέλασε». Τότε ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· «Φέρε τὸν ἄνθρωπον ἐδῶ νὰ κριθῆτε». Τοῦ λέγω ἐγώ· «Δὲν ἔρχεται». Ἐκεῖνος τότε μοῦ λέγει· «Πάρε ἕνα κλητῆρα νὰ τὸν φέρῃ». Ἐγὼ τοῦ εἶπον· «Δὲν θέλω νὰ κριθῶ ἐδῶ, ἀλλὰ εἰς τὸν δικαστήν». Αὐτὸς τότε ὀργισθεὶς ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του νὰ μὲ κτυπήσῃ, ἐγὼ δὲ ἀνεχώρησα ἐκεῖθεν χωρὶς νὰ εἴπω ἄλλον λόγον εἰς αὐτόν».
Ταῦτα ἀφοῦ ἤκουσεν ὁ Βησσαρίων, εἶπεν εἰς τὸν Μάρτυρα· «Ἄ! Δὲν μετεχειρίσθης τὸ πρᾶγμα καλῶς· ὁ Ναζὴρ ἀγᾶς δὲν δίδει διαταγήν, ἀλλ’ ὁ ἱεροδικαστής του». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Λουκᾶς πολὺ ἐλυπήθη καὶ λέγει· «Καὶ τώρα τί μὲ συμβουλεύεις, Πάτερ, νὰ κάμω;». Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος· «Ὅ,τι σὲ φωτίσῃ ὁ Κύριος κάμε». Λέγει πάλιν ὁ Μάρτυς· «Εἰπέ μοι ἕνα λόγον καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου. Μήπως θὰ εἶναι καλὸν νὰ δοκιμασθῶ ὀλίγον καιρὸν ἀκόμη, μήπως δὲν δυνηθῶ νὰ ἀνθέξω ἕως τέλους;». Ὁ λόγος οὗτος εἰσῆλθεν ὡς μάχαιρα δίστομος εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Γέροντος, διότι ἐθεώρησε τοῦτο ὡς σημεῖον δειλίας. Στενοχωρηθεὶς δὲ πολύ, δὲν ἐγνώριζε τί νὰ ἀποφασίσῃ· θεόθεν ὅμως φωτισθείς, τοῦ λέγει· «Ὁ Χριστὸς ὅστις ἵσταται ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου τὴν ὥραν ταύτην, ὅ,τι σὲ φωτίσῃ καὶ ὅ,τι σοῦ εἴπῃ νοερῶς, ἐκεῖνο κάμε». Ὁ λόγος οὗτος ἐφάνη παράδοξος εἰς τὸν Μάρτυρα, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀποφασιστικός. Ὅθεν ἠρώτησε τὸν Γέροντα· «Βλέπεις τὸν Χριστὸν νὰ ἵσταται ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου;». Ἀπεκρίθη ὁ Βησαρίων· «Ναί, τὸν βλέπω νὰ ἵσταται ἄνωθέν σου καὶ σὺν Αὐτῷ ὅλα τὰ τάγματα τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰ πολυάριθα πλήθη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων· ὅλοι δὲ αὐτοὶ ἀναμένουν νὰ κάμῃς σὺ τὴν ἀρχὴν καὶ ἐκεῖνοι νὰ δώσουν τὸ τέλος».
Ἐνθουσιασθεὶς τότε ὁ Μάρτυς λέγει πρὸς τὸν Βησσαρίωνα· «Καὶ λοιπόν, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶναι μαζί μου καὶ ἔρχεται εἰς βοήθειάν μου, τότε εἶμαι ἕτοιμος. Τί λοιπὸν χάνω τὸν καιρόν; Εὐλόγησόν με καὶ σταύρωσόν με». Ταῦτα δὲ εἰπὼν καὶ ἀσπασθεὶς τὴν δεξιὰν τοῦ Γέροντος ἐχάθη ὡς ἀστραπὴ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του, εὐθὺς δὲ εὑρέθη ἐπάνω εἰς τὸ δικαστήριον.