Μετὰ τὴν μετάληψιν τῶν Θείων Μυστηρίων καὶ τὴν Ἀπόλυσιν ἐρωτᾷ ὁ Βησσαρίων· «Πῶς ἔχεις, τέκνον, ἀπὸ τοὺς λογισμούς;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Καλῶς ἔχω, δοξασμένος ὁ Θεός. Εὐθὺς μετὰ τὴν θείαν Κοινωνίαν διεσκορπίσθησαν καὶ ἠφανίσθησαν ὅλοι οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τώρα εἷναι ἥσυχος ὁ νοῦς μου· μόνον ἂς πηγαίνωμεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μας τὸ ταχύτερον». Μετὰ ταῦτα ἦλθον καὶ οἱ δύο εἰς τὸ κελλίον τοῦ ἐφημερίου, ἐκεῖ δὲ ἐζήτησεν ὁ Λουκᾶς νὰ γευθοῦν ὀλίγον ἄρτον καὶ νὰ ἀναχωρήσουν εἰς τὸν δρόμον των· ἐζήτησε δὲ νὰ πίουν καὶ ὀλίγον οἶνον, διότι ἦτο πολὺ ἐξηντλημένος ἀπὸ τὴν νηστείαν καὶ ἀπὸ τοὺς κόπους, ἀλλὰ καὶ κατάξηρος, ἀπὸ τὴν ἀέναον ροὴν τῶν δακρύων. Πλήν, ὁ κυρίως σκοπός του δὲν ἦτο νὰ πίῃ οἶνον διὰ νὰ ἐνδυναμωθῇ μὲ αὐτόν, ἀλλὰ διότι ἐμελέτα κατὰ νοῦν τὸ Σωτήριον Πάθος τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον μετέβαινεν ἐθελουσίως νὰ λάβῃ. Διὰ τοῦτο ἠθέλησε νὰ κάμῃ ὁ μακάριος τὸ ἴδιον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν εἰς τοὺς μαθητὰς Του ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του τὸ ποτήριον. Διότι, ὅταν ὁ Παρθένιος ἔφερε τὸν οἶνον εἰς τὴν τράπεζαν, ἔλαβεν ὁ Λουκᾶς τὸ ποτήριον εἰς τὴν δεξιάν του καὶ ἠρώτησε τοὺς ἄλλους δύο· «Πῶς εἶπεν ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς Μαθητάς Του κατὰ τὸν Δεῖπνον τὸν Μυστικόν;». Ἐκεῖνοι τότε τοῦ τὸ ἐνεθύμισαν, λέγοντες· «Οὐ μὴ πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου, ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός μου» (Ματθ. κϛ’ 29). Ἂς γνωρίσῃ ὁ καθεὶς ἀπὸ τοῦτο, μὲ ποίαν ὄρεξιν ἤ, μᾶλλον εἰπεῖν, μὲ ποίους θεϊκοὺς λογισμοὺς ἔφαγε τὸν ἄρτον καὶ ἔπιε τὸν οἶνον ὁ μακάριος Λουκᾶς.
Εὐθὺς δὲ μετὰ τὸ γεῦμα, ἰδοὺ ἔρχεται ὁ παρεφημέριος Γρηγόριος καὶ λέγει· «Ἐμάθετε τί ἔγινεν εἰς τὴν πόλιν;». Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι· «Ὄχι, εἰπέ μας τί ἔγινεν;». Λέγει ἐκεῖνος· «Ἔφυγε τὸ Κουτσουμπέλι μὲ τὴν μητέρα του καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφάς του, ὅλοι ὁμοῦ ὀκτὼ ψυχαὶ καὶ δὲν γνωρίζει κανεὶς ποῦ ὑπάγουν». Ὁ δὲ Λουκᾶς ἐρωτήσας καὶ μαθών, ὅτι αὐτοὶ οἱ φυγάδες ἦσαν Τοῦρκοι καὶ ἔφυγον διὰ νὰ γίνουν Χριστιανοί, ἐχάρη ὑπερβολικὰ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεόν, ἡ δὲ ὑπερβολὴ τῆς χαρᾶς τὸν ἐβίαζε νὰ μεταβῇ τὸ συντομώτερον εἰς τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον. Ὅθεν ἠγέρθη παρευθὺς καὶ ἐξεδύθη τὰ Μοναχικὰ ἐνδύματα, διὰ νὰ ἐνδυθῇ τὰ κοσμικά, μὲ τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ παρουσιασθῇ.