Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802), ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

Ἔστειλε λοιπὸν τότε ὁ Βησσαρίων τὸν Ἅγιον εἰς τὸν Πνευματικὸν Ἀνανίαν, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἐξωμολογήθη τοὺς λογισμούς του μὲ πολλὴν ἀκρίβειαν καὶ κατάνυξιν χύνων ἄφθονα δάκρυα· ὁ δὲ Πνευματικὸς ἐπήνεσε μὲν τὴν γνώμην του καὶ τὸν σκοπόν του, τοῦ παρουσίασεν ὅμως καὶ ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα ἐμπόδια καὶ τὰς πολυειδεῖς βασάνους τῶν τυράννων. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς μὲ πόθον διάπυρον ἔλεγεν· «Ὅλα ταῦτα θέλω ὑποφέρει, Πάτερ τίμιε, μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τότε τοῦ λέγει ὁ Πνευματικός· «Πρέπει λοιπὸν πρῶτον νὰ δοκιμασθῇς καὶ νὰ ἑτοιμασθῇς καλῶς μὲ νηστείας, μὲ γονυκλισίας, μὲ προσευχὰς καὶ μὲ ἀναγνώσεις». Ἀπεκρίθη ὁ Λουκᾶς μὲ προθυμίαν· «Ἂς δοκιμασθῶ». Ἠρώτησε τότε ὁ Ἀνανίας· «Γνωρίζεις τινὰ ἐδῶ εἰς τὴν Σκήτην;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Γνωρίζω τὸν Ἱερέα Βησσαρίωνα». Ἠρώτησε πάλιν ὁ Ἀνανίας· «Σὲ δέχεται ἆρά γε, νὰ μείνῃς μαζί του πεντήκοντα ἡμέρας διὰ νὰ δοκιμασθῇς;». Ἀπεκρίθη ὁ Λουκᾶς· «Ἐλπίζω νὰ μὲ δεχθῇ». Λέγει ὁ Ἀνανίας· «Πήγαινε, λοιπὸν καὶ ἐὰν σὲ δέχεται, εἰπέ του νὰ ἔλθῃ ἐδῶ, νὰ τοῦ ὁμιλήσω καὶ ἐγώ». Τότε, ὁ Λουκᾶς μετέβη πρὸς τὸν Ἱερομόναχον Βησσαρίωνα, τοῦ εἶπε τὴν γνώμην τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τὸν παρεκάλεσε μὲ πολλὰ δάκρυα νὰ τὸν δεχθῇ, προβάλλων εἰς αὐτὸν τοὺς παρὰ Θεοῦ μισθούς. Τότε ὁ Βησσαρίων, ἀφοῦ ἐσκέφθη ὀλίγον, τοῦ εἶπε· «Σὲ δέχομαι, ἀλλὰ νὰ λάβω πρότερον καὶ τὴν γνώμην τῆς Συνοδείας μου, διὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν, ἐπειδὴ εἶσαι ἀγένειος· θέλω ὅμως νὰ μοῦ φέρῃς, ἔγγραφον ἄδειαν ἀπὸ τὸν Γέροντά σου, διὰ νὰ μὴ σκανδαλισθῇ καὶ ἐκεῖνος».

Ταῦτα ἀφοῦ ἔγιναν, ἦλθεν ὁ Ἱερεὺς Βησσαρίων πρὸς τὸν Πνευματικὸν Ἀνανίαν καὶ συνομιλήσαντες διὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ νέου, ἔκριναν εὔλογον νὰ τὸν δοκιμάσουν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ μεγάλας νηστείας. Διώρισαν λοιπὸν εἰς τὸν Λουκᾶν ὀκτακοσίας γονυκλισίας καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, πολλὰς προσευχάς, ἡ δὲ τροφή του νὰ εἶναι ἄρτος καὶ ὕδωρ μόνον, ἅπαξ τῷ ἡμερονυκτίου. Ὁ Λουκᾶς μὲ ἄρρητον χαρὰν ἐδέχθη τὸν ὁρισθέντα κανόνα καὶ οὕτως ἀγωνιζόμενος ἡτοιμάζετο καλῶς διὰ τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ πάθος, μελετῶν ἀδιακόπως τὸν ὑπὲρ Ἐκείνου θάνατον. Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐγένοντο· ὁ δὲ μισόκαλος τόσον ἐκινήθη πάλιν καὶ ἐφρύαξε κατ’ αὐτοῦ, ὥστε, ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου του, ἐτάραξε τὴν εἰρήνην τῆς ἁγίας ἐκείνης Συνοδείας καὶ ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελεν εὐδοκήσει νὰ συντομεύσῃ τὸν δρόμον του πρὸς τὸ Μαρτύριον, δὲν θὰ εὑρίσκετο τρόπος νὰ μείνῃ ἐκεῖ, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν αἱ πεντήκοντα ἡμέραι.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν Μυτιλήνῃ κατὰ τὸ ἔτος 1795, οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν 9ην Μαρτίου (βλέπε σελ. 157-184 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).