Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802), ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

Ὁ δὲ ἔμπορος, εὐθὺς ὡς ἔλαβε τὴν χαριεστάτην εἴδησιν, ἔτρεξε παρευθὺς μὲ προθυμίαν καὶ ζῆλον εἰς τὸν Ρῶσον διοικητὴν τῆς φρουρᾶς καὶ τοῦ διηγήθη τὴν ὑπόθεσιν, παρακαλῶν θερμῶς νὰ λυτρώσῃ τὴν κινδυνεύουσαν ψυχὴν μὲ ὅποιον τρόπον ἠμπορέσῃ. Ὑπήκουσε τότε ὁ Ρῶσος ἀξιωματικὸς καὶ ἔστειλεν εὐθὺς ἄνθρωπον ἰδικόν του, ἵνα ζητήσῃ ἀπὸ τὸν ἀγᾶν τὸ παιδίον. Ὁ ἀγᾶς τότε ἀπεκρίθη μὲ πολλὰς δικαιολογίας, ὅτι οὔτε ἐζήτησε τὸ παιδίον, οὔτε τὸ ἐβίασε νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν του, ἀλλὰ μὲ τὴν θέλησίν του ἦλθε καὶ ἔγινε Τοῦρκος καὶ ὅτι εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ τὸ δώσῃ. Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀπεσταλμένος ἔφυγεν ἐκεῖνος δὲ ὁ κατάρατος, φοβηθεὶς μήπως ζητηθῆ ἐκ δευτέρου τὸ παιδίον, ἔδεσεν εὐθὺς τὰς χεῖράς του καὶ διὰ βίας χωρὶς ἐκεῖνος καθόλου νὰ συγκατανεύσῃ, τὸ περιέταμε. Μαθὼν ὁ Ρῶσος ἐκεῖνος τὸ γενόμενον, εἶπε πρὸς τὸν ἔμπορον· «Ἀφ’ οὗ οὕτω συνέβη τὸ γεγονός, τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ, παρὰ σύγχυσις καὶ ταραχὴ χωρὶς ὄφελος· λοιπὸν κάμε τρόπον καὶ εἰδοποίησε τὸ παιδίον νὰ προσέχῃ νὰ εὕρῃ εὐκαιρίαν νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὅταν φύγῃ ἄς ἔλθῃ ἐδῶ».

Ταῦτα πληροφορηθεὶς ὁ Λουκᾶς παρὰ τοῦ ἐμπόρου, μετ’ ὀλίγας ἡμέρας εὐκαιρίας τυχούσης ἔφυγεν ἐκεῖθεν. Ὅταν δὲ διέβαινε τὸν Γαλατᾶν, τοῦ ἐξέβαλον τὰ τούρκικα φορέματα καὶ τοῦ ἐφόρεσαν χριστιανικά. Ἐπιβιβάσαντες δὲ τοῦτον εἰς πλοῖον, τὸν ἔστειλαν εἰς τὴν Σμύρνην, ὁπόθεν μετέβη πρὸς τὰ νοτιοανατολικὰ τῆς Σμύρνης, εἰς πόλιν καλουμένην Θεῖρα, ὅπου ἔμεινεν ὀλίγον καιρὸν ἀγνώριστος. Ἐκεῖ ἠσθένησεν, ἐπόνεσαν δὲ καὶ οἱ ὀφθαλμοί του. Ὅθεν ἐπῆγεν εἰς Πνευματικὸν ἐξωμολογήθη ὅλα τὰ κατ’ αὐτόν. Ὁ Πνευματικὸς τότε, θεόθεν πεφωτισμένος, πρῶτον μὲν τὸν παρηγόρησε καλῶς διὰ τὴν ἄρνησιν, ἔπειτα δὲ τὸν συνεβούλευσε πατρικῶς, ὅτι δὲν συμφέρει λόγῳ τοῦ συμβάντος τούτου νὰ περιφέρεται εἰς τουρκικοὺς τόπους, ἀλλὰ νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, φεύγων τοὺς ἐνδεχομένους κινδύνους καὶ ἐκεῖ νὰ ἐπιμεληθῇ τῆς σωτηρίας του. Ὁ νέος ταῦτα ἀκούσας ἐδέχθῃ μετὰ χαρᾶς τὴν πνευματικὴν συμβουλὴν καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, ἀφ’ οὖ ἐπανῆλθεν ἡ ὑγεία του καὶ ἔπαυσεν ὁ πόνος τῶν ὀφθαλμῶν του, κατέφυγεν, ὡς εἰς λιμένα σωτήριον, εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν Μυτιλήνῃ κατὰ τὸ ἔτος 1795, οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν 9ην Μαρτίου (βλέπε σελ. 157-184 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).