Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802), ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

Ἀλλ’ ὠκονόμησεν ὁ θέλων πάντας σωθῆναι καὶ ἦτο ἕτοιμος τότε διὰ νὰ φύγῃ ἄνθρωπός τις, Νικόλαος ὀνόματι, ὅστι εἶχε ναυλωμένον μικρὸν σκάφος, διὰ νὰ φορτώσῃ Ἁγιορειτικὸν ἐμπόρευμα διὰ τὴν Σμύρνην καὶ ἐπειδὴ ἦτο φίλος πιστὸς τοῦ Ἱερέως Βησσαρίωνος, ἄλλην δὲ φορὰν δὲν θὰ εὕρισκον τοιοῦτον ἄνθρωπον οὐδὲ ἄλλο πλοιάριον δι’ ἐκεῖνα τὰ μέρη, δὲν ἀνέμεναν νὰ συμπληρωθοῦν αἱ πεντήκοντα ἡμέραι, ἀλλὰ μετὰ τριάκοντα δύο ἡμέρας τῆς δοκιμασίας ἐκείνης ἀπεφάσισαν νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸν Νικόλαον.

Προσκαλέσας λοιπὸν αὐτὸν ὁ Βησσαρίων, ἐξεμυστηρεύθη τὴν ὑπόθεσιν καὶ αὐτὸς ὁ καλὸς Χριστιανὸς εὑρέθη πολὺ πρόθυμος. Ὅθεν συνεφώνησαν νὰ τὸν πάρῃ μαζί του καὶ νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ εἰς τὴν Μυτιλήνην, αὐτὸς δὲ νὰ συνεχίσῃ τὸ ταξίδιόν του διὰ τὴν Σμύρνην. Τοῦτο ἤρεσε καὶ εἰς τὸν Λουκᾶν, ὅστις ἐπεθύμει πολὺ νὰ ταξιδεύσῃ εἰς τὴν Μυτιλήνην, ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὴν φιλομάρτυρα γνώμην τῶν Μυτιληναίων ἀπὸ τὸ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου [1]. Διότι καὶ ἄνθρωπον πρὸς παρηγορίαν τοῦ ἔφεραν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ κοινωνίαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ ἔστειλαν καὶ τὸν ἐβοήθησαν παντοιοτρόπως κατὰ τὸ δυνατόν. Μετὰ ταῦτα ἔκαμαν εὐχέλαιον καὶ ἐκοινώνησεν ὁ νέος τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἵνα βαδίσῃ τὴν ποθουμένην ὁδὸν τοῦ Μαρτυρίου. Ταῦτα, ὡς εἴπομεν, ἔχων ὑπ’ ὄψει ὁ μακάριος Λουκᾶς, ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν Νικόλαον. Παρεκάλεσεν ὅμως μετὰ δακρύων τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα νὰ τὸν ἐνδύσῃ πρῶτον τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα καὶ δεύτερον, ἐὰν εἶναι δυνατόν, νὰ τὸν συνοδεύσῃ πρὸς παρηγορίαν του, μιμούμενος κατὰ τοῦτο τὸν θεῖον Θεόδωρον, ὅστις ἔλαβεν ἐκ Χίου συνοδίτην καὶ βοηθόν.

Μαθὼν ταῦτα ὁ Πνευματικὸς Ἀνανίας, εἶπε πρὸς τὸν Βησσαρίωνα· «Ἐὰν εἶχον ἐγὼ ὑγιεῖς τοὺς πόδας μου, θὰ τὸν συνώδευον· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχω τοῦτο τὸ ἐμπόδιον, πήγαινε ἡ πανοσιότης σου, βοήθησον τὸν ἀδελφὸν καὶ θέλεις γίνει Μάρτυς κατὰ προαίρεσιν». Οὕτως ὁ μὲν Πνευματικὸς ἔκειρε τὸν Λουκᾶν Μεγαλόσχημον, ὁ δὲ Βησσαρίων ἀνέλαβεν αὐτὸν μετὰ τὴν κουρὰν ὑποσχεθεὶς νὰ γίνῃ συνοδίτης του. Ἔπειτα ἐλθὼν εἰς τὸν Πνευματικόν του Πατέρα καὶ στηριχθεὶς καλῶς ὑπ’ αὐτοῦ, ἔλαβε τὴν εὐχήν του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν Μυτιλήνῃ κατὰ τὸ ἔτος 1795, οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν 9ην Μαρτίου (βλέπε σελ. 157-184 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).