Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802), ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

Ὁ Πνευματικὸς τότε ἐσκέφθη νὰ τὸν ἀποστείλῃ εἴς τινα Σκήτην νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ἐφρόντισεν ἐπιμελῶς περὶ τούτου, ἐπειδὴ ὅμως ἦτο ἀγενειος δὲν τὸν ἐδέχοντο. Τὸν ἔστειλε λοιπὸν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, μήπως τὸν ἀναπαύσῃ ἐκεῖ κανεὶς ἐκ τῶν ἀδελφῶν, ὅπου ἐπὶ τέλους καὶ ἐπέτυχε τοῦ ποθουμένου. Διότι τὸν ἐδέχθη ἐκεῖ ὡς ὑπηρέτην εἷς Προηγούμενος καὶ ηὐχαριστήθη πολὺ ὁ Λουκᾶς. Ἔπειτα τὸν διώρισεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας, πολὺ δὲ ἕνεκα τούτου ἀνεπαύθη ὁ μακάριος. Ὁ μισόκαλος ὅμως δὲν ἡσύχαζεν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τοῦ ἔφερε νέους πειρασμούς. Ὅθεν ἔφυγε, μᾶλλον δὲ τὸν ἐξεδίωξαν καὶ ἀπὸ τοῦ Γρηγορίου, ἂν καὶ τοὺς παρεκάλει ὁ εὐλογημένος μετὰ δακρύων, νὰ μὴ τὸν ἀποδιώξουν χωρὶς ἀφορμήν. Εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας του διάβολος ἐκίνησε κατ’ αὐτοῦ πολλοὺς καὶ διαφόρους πειρασμούς, τοὺς ὁποίους, συντομίας χάριν, δὲν γράφομεν καὶ ὅτι ὁ Θεός, προγνωρίζων τὸ μέλλον, ἐπέτρεψε νὰ ἐνοχλῆται ὁ δοῦλος του. Ἰδοὺ τώρα τὸ τέλος καὶ ἡ ἐκ τῶν πειρασμῶν ὠφέλεια.

Διωχθεὶς ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ὁ καλὸς οὗτος Λουκᾶς τολὺ ἐλυπήθη. Ἐν ᾧ δὲ ἦτο εἰς ἀπορίαν ποῦ νὰ ὑπάγῃ καὶ ἐσυλλογίζετο τοῦτο, ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν του τοιοῦτος θεϊκὸς λογισμός. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶπε καθ’ ἑαυτόν, εἶναι λιμὴν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὸν ὁποῖον ἡσυχάζουν τόσα πλήθη Μοναχῶν, μόνον δὲ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ σταθῶ οὔτε ἐδῶ οὔτε εἰς κανὲν ἄλλο μέρος. Δὲν εἶναι λοιπὸν ἄλλο τὸ αἴτιον, παρὰ διότι ἔχω ἐπάνω μου τὴν μιαρὰν σφραγῖδα τοῦ διαβόλου, τὴν περιτομήν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἡσυχάσω καὶ νὰ κάμω καμμίαν προκοπήν. Τοῦτο λοιπὸν θὰ κάμω. Θὰ ὑπάγω νὰ ὁμολογήσω τὸν Χριστὸν παρρησίᾳ, διὰ νὰ ἀποβάλω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου τὴν διαβολικὴν σφραγῖδα, καὶ νὰ ἀποπλύνω τὴν ἁμαρτίαν τῆς ἀρνήσεώς μου μὲ τὴν ροὴν τοῦ αἵματός μου· τοῦτο θέλει μὲ ἀναπαύσει καὶ τοῦτο θέλει εἶναι ἡ σωτηρία μου». Ταῦτα συλλογισθεὶς καὶ καλῶς μελετήσας μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐπῆγεν εἰς τὸν Γέροντά του καὶ τοῦ ἐφανέρωσε τοὺς λογισμοὺς τούτους. Τότε ἐκεῖνος προσεπάθησε πολὺ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, φοβούμενος τὸ ἄδηλον τῆς ἐκβάσεως. Ὅθεν λέγει πρὸς αὐτόν· «Ἀπόφυγε, τέκνον, αὐτὸν τὸν κίνδυνον καὶ ἐὰν οἱ ἄλλοι δὲν σὲ θέλουν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ ἀναχωρήσω μαζί σου καὶ νὰ εἴμεθα εἰς ὅλην μας τὴν ζωὴν ἀχώριστοι· ἤ, ἐὰν θέλῃς, ἂς ὑπάγωμεν εἰς κανὲν ταξίδιον».


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν Μυτιλήνῃ κατὰ τὸ ἔτος 1795, οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν 9ην Μαρτίου (βλέπε σελ. 157-184 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).