Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802), ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

ΕΙΚΟΝΑ

ΛΟΥΚΑΣ ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολιν, ἀπὸ τὴν ἐνορίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ὠνομάζετο Ἀθανάσιος, ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ Δομνίτσα. Ἐπειδὴ ὅμως εἰς ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν ἔμεινεν ὁ Ἅγιος ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἀνετρέφετο μὲ πτωχείαν ἀπὸ τὴν μητέρα του, εὑροῦσα ἐκείνη ἔμπορον τινα Ζαγοραῖον παρέδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ παιδίον, ἵνα τὸ ἀνατρέφῃ βοηθούμενος καὶ αὐτός, κατὰ τὸ δυνατόν, εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του. Ὁ δὲ ἔμπορος, εὐθὺς ὡς ἔλαβεν ὑπὸ τὴν προστασίαν του τὸ παιδίον, ἐταξίδευσε δι’ ἐμπορικάς του ἀνάγκας εἰς τὴν Ρωσίαν· ἔπειτα ἐπιστρέψας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε κατάστημα, ἔμεινεν ἐκεῖ.

Ἡμέραν δέ τινα, εὑρεθὲν τὸ παιδίον ἔξω τῆς οἰκίας, ἐφιλονίκησε μετά τινος παιδίου Τούρκου καὶ τὸ ἔδειρε. Τοῦτο ἰδόντες οἱ ἐκεῖ εὑρεθέντες Τοῦρκοι ὥρμησαν ὡς θηρία ἀνήμερα καὶ ἥρπασαν τὸν Λουκᾶν νὰ τὸν ξεσχίσουν καὶ νὰ τὸν θανατώσουν ἀπὸ τὸν θυμόν των. Ὁ δὲ Λουκᾶς, παιδίον τότε δεκατριῶν ἐτῶν, βλέπων τὸν ἐξαφνικὸν κίνδυνον, ἐταράχθη τὰς φρένας ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν φόβον καὶ ἐφώναζεν· «Ἀφήσατέ με καὶ γίνομαι Τοῦρκος». Οὕτως ἔπαυσε τὴν ὁρμήν των καὶ ἔσβεσε τὸν θυμόν των. Τὸν ἐπῆρε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην Τοῦρκός τις ἔχων μεγάλην φήμην καὶ μὲ χαρὰν μεγάλην, ἀφοῦ τὸν ἔφερεν εἰς τὴν κατηραμένην οἰκίαν του, παρευθὺς τὸν ἐπρόσταξε καὶ ἠρνήθη τὸν Χριστόν, φεῦ τοῦ κακοῦ! καὶ τὴν Ἁγίαν αὐτοῦ Πίστιν, ὁμολογήσας τὴν ἐκείνου ἀντίχριστον θρησκείαν. Ἀλλὰ ἀφ’ οὗ ἡσύχασαν οἱ λογισμοὶ καὶ ἡ καρδία του ἀπὸ τὸν φόβον, ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐγνώρισε τὸ μέγα κακόν, τὸ ὁποῖον ἔκαμε καὶ παρευθὺς μετενόησεν. Ὅθεν, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ ἀσεβὴς τοῦ ἐδείκνυε μεγάλην εὔνοιαν καὶ ἀγάπην ὑποσχόμενος εἰς αὐτὸν τρυφὰς καὶ ἀναπαύσεις, πολυτελῆ ἐνδύματα καὶ χρήματα, δόξαν καὶ κάθε εἴδους ἀπόλαυσιν, αὐτὸς ὁ εὐλογημένος, ἂν καὶ ἦτο ἀκόμη δέκα τριῶν ἐτῶν παιδίον, δὲν ἠπατήθη ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴν ματαιότητα, ἀλλὰ ἐμίσει καὶ κατεφρόνει ὅλα ταῦτα, ὡσὰν νὰ εἶχε φθάσει πλέον εἰς ὡριμότητα τοῦ τελείου ἀνδρός.

Ἐπειδὴ ὅμως, δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ φύγῃ, ἐκεῖθεν ὁ ἀοίδιμος Λουκᾶς καὶ νὰ λυτρωθῇ τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου, ἔκαμεν ὅπως ἠμπόρεσε καὶ διεμήνυσεν εἰς τὸν ἔμπορον τὸν αὐθέντην του, νὰ κάμῃ ἐκεῖνος τὸν δυνατὸν τρόπον νὰ τὸν λυτρώσῃ, πρὶν νὰ λάβῃ τὴν περιτομήν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν Μυτιλήνῃ κατὰ τὸ ἔτος 1795, οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν 9ην Μαρτίου (βλέπε σελ. 157-184 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).