Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, τοῦ ἐν Μυτιλήνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αωβ’ (1802), ἀγχόνῃ τελειωθέντος.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἐπροχώρησαν ὀλίγον διάστημα δρόμου, ἐπόνεσεν ἡ καρδία τοῦ Μάρτυρος διὰ τὸν ἀκολουθοῦντα Γέροντα, διότι καὶ πρὸ ὀλίγου μετὰ πόνου πολλοῦ, συντριβῆς καὶ δακρύων ἀπεχωρίσθησαν οἱ εὐλογημένοι· ὅθεν ἐκάθησε καὶ τὸν ἐπερίμενεν. Ὅταν ὅμως ἐπλησίασεν ὁ Βησσαρίων συνέπεσε νὰ πλησιάσῃ μετ’ αὐτοῦ καὶ Τοῦρκος τις νὰ βαδίζουν μαζί. Διὰ τοῦτο, μολονότι ὁ Βησσαρίων ἐστοχάσθη ὅτι κάποιαν ἀνάγκην ἔχει ὁ Μάρτυς καὶ διὰ τοῦτο ἐκάθησεν, ἐν τούτοις δὲν ὡμίλησε πρὸς αὐτὸν οὐδόλως, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν περιέργειαν τοῦ Ἀγαρηνοῦ. Ὅθεν συνέχισε τὸν δρόμον του καὶ τὸν ἐπροσπέρασεν. Ὁ Λουκᾶς ὅμως, βλέπων αὐτὸν ἀπομακρυνόμενον, τοῦ ἐφώναξε· «Γέροντα, στάσου». Ἐκ τούτου ἠννόησεν ὁ Ἀγαρηνός, ὅτι ἦσαν συνοδοιπόροι. Ὅταν δὲ ὁ Μάρτυς τὸν ἔφθασε, λέγει πρὸς αὐτόν· «Ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τοῦτον τὸν φραγμένον τόπον, ἵνα ἀνταλλάξωμεν τὸν τελευταῖον ἐν Χριστῷ ἀσπασμὸν καὶ οὕτω νὰ χωρισθῶμεν». Τούτου γενομένου, ἐστήριξε πάλιν ὁ Γέρων τὸν ὑποτακτικὸν μὲ ὅσα ἦτο ἀνάγκη καὶ οὕτως ἀπεχωρίσθησαν. Ὅταν ὁ Μάρτυς ἐπροχώρησεν ὀλίγον διάστημα, ἔστρεψε πάλιν καὶ τοῦ εἶπε· «Νὰ γράψῃς, Γέροντα, εἰς τὴν μητέρα μου νὰ τὴν παρηγορήσῃς, διὰ νὰ μὴ λυπῆται πλέον δι’ ἐμὲ καὶ νὰ προσκυνήσῃς ἐκ μέρους μου τὸν Πνευματικόν μου πατέρα, τὸν Δεσπότην καὶ ὅλους τοὺς ἀδελφούς».

Ταῦτα εἰπὼν ὁ Μάρτυς ἐξεκίνησε, καὶ ἐβάδιζε τὸν δρόμον του, ὁ δὲ Βησσαρίων ἔμεινεν ὀπίσω εἰς μιᾶς ὥρας ἀπόστασιν, ἕως ὅτου παρουσιασθῇ, ὁ Μάρτυς εἰς τὸ κριτήριον· ἐλθὼν δὲ ἔπειτα εἰς τὴν χώραν, ἠρώτα νὰ μάθῃ ποῦ εἶναι τὸ Διονυσιάτικον Μετόχι. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἰδοὺ καὶ ἔρχεται δρομαῖος ὁ Μάρτυς, καὶ διὰ νὰ μὴ δώσῃ ὑποψίαν εἰς τοὺς παρευρεθέντας, εἶπε πρὸς τὸν Γέροντα μὲ σοβαρότητα· «Ἀββᾶ, πόθεν ἔρχεσαι;». Ὁ δὲ Ἀββᾶς ἀπεκρίθη· «Ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος». Λέγει πάλιν ὁ Μάρτυς· «Ἔχεις πολλὰς ἡμέρας ὅπου ἦλθες;». Ἀπεκρίθη πάλιν ἐκεῖνος· «Τρεῖς». Τότε μὲ τρόπον τοῦ εἶπεν ὁ Μάρτυς· «Θέλω, Γέροντα, νὰ σοῦ ὁμιλήσω». Ἐλθόντες τότε εἰς παράμερον τόπον λέγει ὁ Μάρτυς πρὸς τὸν Βησσαρίωνα μὲ συντριβὴν καρδίας· «Γέροντα, τὸ πῦρ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἤναψε· τί εἶναι τοῦτο; Ποία ἆρά γε νὰ εἶναι ἡ αἰτία;». Ἀμέσως ὁ Γέρων τὸν ἐρωτᾷ· «Πῶς ἔκαμες; Μὲ ποῖον τρόπον μετεχειρίσθης τὴν ἀρχήν;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν Μυτιλήνῃ κατὰ τὸ ἔτος 1795, οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται κατὰ τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Ἡ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται κατὰ τὴν 9ην Μαρτίου (βλέπε σελ. 157-184 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).