Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς δὲν ἐδέχθη τοῦτο εἰπών· «Διατί νὰ μὲ δέσετε; Ἐγὼ ἦλθον αὐτόκλητος, χωρὶς νὰ μὲ ζητήσετε, καὶ τώρα φοβεῖσθε μήπως φύγω; Ἐγώ, μὲ τὴν θέλησίν μου μεταβαίνω ὅπου θέλετε». Μετὰ τοὺς λόγους τούτους δὲν τὸν ἔδεσαν, ἀλλὰ τὸν ἐκράτει εἷς μόνον ἐκ τῶν συνοδῶν του, οἱ δὲ ἄλλοι ἠκολούθουν.
Ἐνῷ δὲ ὁ Ἅγιος ἐβάδιζεν εἰς τὴν ὁδόν, ἐζήτει καὶ ἔδιδε συγχώρησιν εἰς τοὺς Χριστιανούς τοὺς ὁποίους συνήντα. Ὁ δὲ Γέρων καὶ συνοδίτης του, Ἱερομόναχος Βησσαρίων, ἔχων πόθον νὰ τὸν ἴδῃ, παρέμεινε πλησίον τῆς οἰκίας τοῦ Ναζήρη. Ὅταν δὲ εἶδεν αὐτὸν ὁ Μάρτυς ἐστέναξε μέγαν καὶ βαρὺν στεναγμιόν, ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ. Ἐκεῖνος δέ, ἰδὼν τὸ πρόσωπον τοῦ Μάρτυρος, ὑπερεθαύμασε, διότι ἔλαμπε θαυμασίως καὶ ὑπερφυῶς. Ἔδειξε δὲ τοῦτο ὁ Θεὸς εἰς τὸν Βησσαρίωνα, ἴσως διὰ νὰ εἰρηνεύσῃ τοὺς τεταραγμένους λογισμούς του ὡς πρὸς τὸ ἄδηλον τέλος τοῦ Μάρτυρος. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ναζήρη καὶ ἤρχισαν ἀνερχόμενοι τὴν κλίμακα αὐτῆς, κατήρχετο ἐξ αὐτῆς ὁ Μητροπολίτης τῆς Μυτιλήνης, συνοδευόμενος ὑπό τινων Ἱερέων καὶ δημογερόντων, τοὺς ὁποίους εἶχε καλέσει ὁ Ναζήρης, πρὸς ἐξέτασιν διὰ τὴν φυγὴν τῆς τουρκικῆς οἰκογενείας. Ὁ Μάρτυς τότε, κύψας ταπεινῶς τὴν κεφαλήν, εἶπε πρὸς τὸν Ἀρχιερέα· «Ποίησον, Δέσποτα Ἅγιε, ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ δέησιν πρὸς Κύριον».
Τοῦτο ἰδόντες καὶ ἀκούσαντες οἱ ἐπάρατοι συνοδοὶ τοῦ Ἁγίου ὥρμησαν ὅλοι κατ’ ἐπάνω του, ὡς ἄγρια θηρία καὶ ἐκτύπων αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλήν, εἰς τὸ πρόσωπον ἢ ὅπου ὁ καθεὶς ἠδύνατο. Ὠθοῦντες δὲ καὶ σύροντες αὐτόν, τὸν ἔφεραν εἰς τὸν προθάλαμον ὅπου τὸν ἐπρόσταξαν νὰ μένῃ γονατιστός. Ἔμενε λοιπὸν ἐκεῖ ὁ Μάρτυς χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος, ἕως νὰ τὸν ζητήσῃ ὁ ἀγᾶς. Ὁ δὲ Μητροπολίτης καὶ οἱ δημογέροντες ἠσθάνοντο πολλὴν λύπην καὶ φόβον καὶ ἔλεγον συνομιλοῦντες μεταξύ των· «Ἡ μία φωτιὰ ἤναψεν ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην καὶ ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ τὸ ἔλεός του εἰς ἡμᾶς». Ἀλλὰ παρ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς φόβους ὁ εὐλογημένος Ἀρχιερεὺς δὲν ἔλειψεν ἀπὸ τὸ χρέος του, ἀλλ’ ἔστειλε παρευθὺς εὐχετικὰ καὶ προτρεπτικὰ γράμματα εἰς τὰς Ἐκκλησίας, νὰ ψάλλουν παρακλήσεις εἰς τὴν Θεοτόκον, λέγοντες τὸν στίχον· «Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθησον τὸν δοῦλόν σου». Τὰ ἴδια ἔκαμαν καὶ εἰς τὰ χωρία καὶ ὅλη σχεδὸν ἡ νῆσος κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἐμερίμνα, διότι πανταχοῦ ἔφθασεν ἡ περὶ τοῦ Μάρτυρος εἴδησις.