Τέλος, ἀφ’ οὗ συνεπληρώθη ἡ προθεσμία τῶν τριῶν ἡμερῶν καὶ ἔμενε στερεὸς καὶ ἀκλόνητος ὁ Μάρτυς, τὸ Σάββατον ἐκεῖνο ὁ Ναζήρης, ἐκάλεσε τὸν Μητροπολίτην καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Τὸ παιδίον τοῦτο ἀπεφασίσαμεν νὰ κρεμάσωμεν, ἄν δὲ σᾶς φανῇ καλόν, κάμετε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐκάμετε καὶ διὰ τὸν ἄλλον». Εἶπε δὲ ταῦτα ὁ Ναζήρης ἐννοῶν τὸν Ἅγιον Νεομάρτυρα Θεόδωρον. Διότι ὅλα τὰ τότε συμβάντα εἰς αὐτὸν διηγήθησαν εἰς τὸν Ναζήρην οἱ ἐντόπιοι καὶ τὰ ἐγνώριζεν. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς ἀπήντησε· «Βάλε φύλακας καὶ δι’ ἐκεῖνον, ὅστις θὰ τολμήσῃ νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ, ἂς εἶναι θάνατος ἡ τιμωρία». Μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἡσύχασε καὶ ἡμέρωσεν αὐτόν. Ἔπειτα στέλλει γράμματα, διὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας καὶ κηρύττει νὰ μὴ τολμήσῃ τις νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ ἅγιον Λείψανον, διότι κατὰ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Ναζὴρ ἀγᾶ, ἡ ποινὴ τοῦ παραβάτου δὲν θὰ εἷναι χρηματική, ἀλλὰ χωρὶς ἀμφιβολίαν θάνατος.
Τὴν Κυριακὴν τὸ πρωῒ λέγει πάλιν ὁ Ναζήρης εἰς τὸν Μάρτυρα· «Ἡ ἀπόφασίς σου ἐξεδόθη καὶ σὲ καταδικάζει νὰ κρεμασθῇς. Ἀλλὰ ἐγὼ πολὺ σὲ λυποῦμαι καὶ θὰ ἤθελες κάμει καλά, νὰ μὲ ἀκούσῃς· συλλογίσου, διότι δὲν ἔχεις πλέον καιρόν». Ὁ Μάρτυς ὅμως μὲ γενναῖον φρόνημα ἀπεκρίθη· «Ἐὰν λοιπὸν μὲ λυπῆσαι, καθὼς λέγεις, στεῖλέ με μίαν ὥραν ἐνωρίτερον εἰς τὸν Χριστόν μου, διὰ νὰ πιστεύσω καὶ ἐγώ, ὅτι πράγματι μὲ λυπεῖσαι καὶ θέλεις τὸ καλόν μου». Ὅταν ἤκουσεν ἐκεῖνος τοῦτο, ἀπηλπίσθη τελείως καὶ ἐπρόσταξε νὰ τὸν πάρουν νὰ τὸν κρεμάσουν. Παραλαβόντες τότε αὐτὸν οἱ ὑπηρέται, ὡς καὶ πλῆθος πολὺ ἐκ τῶν Ἀγαρηνῶν, τὸν συνώδευον εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ἐκεῖ ὁ Μάρτυς ἐζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ ἀπομακρυνθῇ ὀλίγον διὰ δῆθεν σωματικήν του ἀνάγκην. Οὗτοι δὲ παρέδωκαν αὐτὸν εἰς τὸν Ἰωάννην, ἵνα τὸν φυλάττῃ. Εὐθὺς δέ, ὡς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἔκαμε τρεῖς μεγάλας μετανοίας καὶ δώδεκα μικράς, δεηθεὶς εἰς τὸν Θεὸν δι’ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐξαιρέτως διὰ τοὺς κοπιάσαντας ὑπὲρ αὐτοῦ, εὐχαριστήσας δὲ τὸν Χριστόν, διότι τὸν ἠξίωσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ ὄνομά του τὸ Ἅγιον ἐνώπιον τῶν ἀσεβῶν, λέγει πρὸς τὸν Ἰωάννην· «Πολὺ λυποῦμαι, ἀδελφέ, διότι δὲν μὲ ἐβασάνισαν· ἐγὼ ἐπεθύμουν νὰ πάθω πολλὰ καὶ κατόπιν νὰ μὲ καύσουν, τίποτε ὅμως δὲν μοῦ ἔκαμαν».