Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Προσκυνῶ τὸν ἅγιον Δεσπότην καὶ τὸν παρακαλῶ νὰ λάβῃ τὴν φροντίδα νὰ μοῦ ἀποστέλλῃ τὴν Ἁγίαν Κοινωνίαν ἀπὸ αὔριον καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, διότι σήμερον ἐκοινώνησα εἰς τὰ Πάμφυλα, αὐτὰ δὲ τὰ ὁποῖα ζητεῖ νὰ γράψω, θὰ τὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ τὸν Γέροντά μου, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὸ Διονυσιάτικον Μετόχι». Ἔπειτα λέγει πρὸς τὸν Ἰωάννην· «Ἀδελφέ, ἐὰν ἦτο τρόπος νὰ ἔλθῃ τις Χριστιανὸς ἐδῶ εἰς τὴν φυλακὴν πρὸς παρηγορίαν μου, πολὺ θὰ τὸ ἤθελον».
Τοῦτο ἀκούσαντες οἱ δημογέροντες ἐφρόντισαν καὶ εὗρον πρόθυμόν τινα Χριστιανόν Χῖον, Εὐστράτιον ὀνόματι, τὸν ὁποῖον δῆθεν ἐφυλάκισαν διὰ νὰ πληρώσῃ τὸν ὀφειλόμενον φόρον του. Τούτου γενομένου ἐχάρη καθ’ ὑπερβολὴν ὁ Μάρτυς, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐλυπήθη καὶ πάλιν, διότι φύλαξ τις εἶπεν εἰς τὸν Ναζήρην· «Γνώριζε, αὐθέντα, ὅτι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον δὲν τὸν ἐφυλάκισαν οἱ δημογέροντες διὰ τὸν φόρον, ἀλλὰ τὸν ἔβαλον μέσα, διὰ νὰ στηρίζῃ τὸ παιδίον εἰς τὴν πίστιν των!». Ὅθεν ὁ Ναζήρης ἐπρόσταξεν εὐθὺς, καὶ τὸν ἀπεφυλάκισαν. Ὥς δὲ ἔμαθεν ὁ Μάρτυς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἀγαρηνοῦ, ἐστέναξε καὶ εἶπεν· «Ἡ θεία Δίκη νὰ τὸν εὕρῃ». Καί, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς διωγκώθη τὸ πρόσωπόν του, ὡσὰν ἀπὸ ἀνεμοπύρωμα, τὸν κατέλαβε μέγας παροξυσμὸς καὶ τόσον ἐχειροτέρευσεν, ὥστε καὶ ἐκεῖνος ὁ ἴδιος τὸ ἐννόησε καὶ ἀπορῶν ἐσυλλογίζετο πόθεν τοῦ ἦλθε. Μετὰ τοῦτο λέγει ὁ Μάρτυς πρὸς τὸν Ἰωάννην· «Ἀδελφέ, δὲν θέλω πλέον παρηγορίαν ἐξ ἀνθρώπων, διότι ἔχω τὴν Θεοτόκον παρηγοροῦσάν με». Οὕτως ἔμεινεν εἰς τὴν σκοτεινὴν φυλακήν, χαίρων καὶ δοξάζων τὸν Θεόν.
Ὁ δὲ ἀγᾶς πολὺ συχνὰ τὸν ἐκάλει καὶ μὲ κολακείας καὶ ὑποσχέσεις προσεπάθει νὰ ἀλλάξῃ τὴν γνώμην του, ἔπειτα δὲ τὸν ἐστενοχώρει καὶ μὲ ἀπειλάς. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ γενναῖος ἐφαίνετο ὡς ἀδάμας στερρότατος. Εἶχεν ὅμως φροντίδα καὶ διὰ τὸν Γέροντά του. Παρεκάλεσε λοιπὸν τὸν Ἰωάννην νὰ μεταβῇ εἰς τὴν κατοικίαν του, διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ καὶ νὰ εἴπῃ εἰς αὐτὸν ὅτι εἶναι ἀκλόνητος καὶ νὰ μὴ φοβῆται, μόνον νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν νὰ τὸν βοηθήσῃ μέχρι τέλους. Ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε καὶ τοῦ εἶπεν ὅτι δὲν τὸν εὑρῆκεν, ἐλυπήθη ὁ Μάρτυς, νομίσας ὅτι ἔφυγε πρὶν ἢ μάθῃ τὸ ποθούμενον τέλος του. Τὸν ἔστειλε δὲ ἐκ δευτέρου, ἵνα τὸν ἀναζητήσῃ μήπως καὶ τὸν εὕρῃ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸν ἀνεζήτησεν ἐπ’ ἀρκετόν, εὗρε τοῦτον τὸν εὐλογημένον προσευχόμενον ἀσκεπῆ, μετὰ θερμῶν δακρύων. Μαθὼν δέ ὁ Μάρτυς τὰ τοῦ Γέροντός του, ἐχάρη καὶ ηὐχαρίστησε τὸν Ἰωάννην, διὰ τὴν χάριν τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμε.