ὁ δὲ Γρηγόριος στενοχωρηθεὶς ἀπὸ τὰς πυκνὰς ἐρωτήσεις εἶπε πρὸς αὐτόν· «Κατὰ τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων», ὅπερ καὶ πράγματι ἐγένετο κατόπιν, Θείᾳ εὐδοκίᾳ. Ἐκ τῆς Ἀρτάκης πλεύσαντες ἦλθον εἰς τὸν Γαλατᾶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Πέμπτην τῆς ἕκτης ἑβδομάδος τῶν Ἁγίων Νηστειῶν, ἥτις ἦτο τὴν ιθ’ (19ην) τοῦ Μαρτίου καὶ ἔμειναν εἰς τὴν οἰκίαν εὐλογημένου τινὸς Χριστιανοῦ, Γρηγορίου καλουμένου, ὅστις τοὺς ὑπεδέχθη ὡς ἀνθρώπους Θεοῦ καὶ τοὺς ἔκαμε μεγάλην περιποίησιν.
Ἦτο δὲ θαῦμα παράδοξον, ἔλεγεν εἰς ἡμᾶς ὁ συνοδίτης του Γρηγόριος, νὰ βλέπῃ τις τότε τὸν Εὐθύμιον πότε μὲν νὰ φροντίζῃ, νὰ μεριμνᾷ νὰ στοχάζηται καὶ νὰ μελετᾷ πῶς καὶ μὲ ποῖον τρόπον νὰ παρουσιασθῇ εἰς τοὺς ἀθέους τυράννους, ἄλλοτε δὲ νὰ ἀφαρπάζεται ὡς νὰ ἦτο εἰς ἔκστασιν ἐκ τῆς σκέψεως τῶν ἀνεκλαλήτων ἀγαθῶν τῆς οὐρανίου μακαριότητος καὶ νὰ φαντάζεται τοὺς ἄθλους, τὰ μαρτυρικὰ βραβεῖα καὶ τοὺς μαρτυρικοὺς στεφάνους· ἔπειτα νὰ σκιρτᾷ καὶ νὰ ἀγάλλεται, διότι ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ παρουσιασθῇ εἰς τοὺς ἀνόμους προστάτας τῆς ἀσεβείας, πρὸ τῶν ὁποίων θὰ ὡμολόγει μὲ παρρησίαν τὸν μὲν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, ἑαυτὸν δὲ Χριστιανὸν καὶ δοῦλον Χριστοῦ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ὁποίου θὰ ἀπέθνησκεν, ἄλλοτε δὲ πάλιν νὰ λέγῃ μὲ ἀγωνίαν εἰς τὸν ἴδιον Γρηγόριον· «Ἰδοὺ αἱ ἡμέραι παρέρχονται καὶ ἡ προφητεία σου, Πάτερ, δὲν λαμβάνει πέρας». Τὸ δὲ ἐπίσης παράδοξον, μετὰ ταῦτα νὰ δεικνύῃ βαθυτάτην συντριβὴν τῆς καρδίας καὶ ἄκραν ταπείνωσιν φρονήματος, ἀναλογιζόμενος τὸ μέγα παράπτωμα τῆς ἀρνήσεώς του καὶ τὸ ἀπέραντον τῆς αἰωνίου κολάσεως.
Ἄλλοτε πάλιν, φιλοσοφῶν ὁ ἀείμνηστος, ἔλεγε πρὸς τὸν Γρηγόριον· «Πῶς ἆρά γε διαχωρίζεται ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἀπέρχεται πρὸς τὰ οὐράνια, Πάτερ, καὶ πῶς βλέπει τὸν Κριτὴν τῶν ἁπάντων Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν Θεοτόκον μὲ ὅλην τὴν δόξαν της; Ἆρά γε, Πάτερ μου, μέλλει νὰ ἴδῃ, καὶ ἐμὲ ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ ἡ πανάχραντος Μήτηρ αὐτοῦ μὲ ἱλαρὸν βλέμμα;». Ἂς παραδράμωμεν ὅμως τὰ πολλὰ διὰ τὸ σύντομον τοῦ λόγου καὶ ἂς εἴπωμεν μὲ ἕνα λόγον ὅτι ὁ Εὐθύμιος δὲν ἦτο πλέον διὰ τὸν παρόντα ψευδῆ καὶ πλάνον κόσμον, οὔτε ὁ κόσμος ἦτο ἄξιος νὰ ἔχῃ, τοιοῦτον θερμότατον ἐραστὴν τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔσπευδεν ἤδη νὰ φθάσῃ τὸ συντομώτερον εἰς αὐτὸ τὸ τέλειον ἀγαθόν, τὸν Χριστόν, τὴν ἀληθῆ εὐδαιμονίαν καὶ μακαριότητα.