Ἡμέραν δέ τινα, ἐνῷ ὁ Ἀκάκιος διηγεῖτο τὴν εἰς οὐρανοὺς δόξαν καὶ παρρησίαν, παρεκάλει τὸν Εὐθύμιον, ἵνα δέηται τοῦ Θεοῦ μέχρι τῆς μαρτυρικῆς αὐτοῦ τελειώσεως, ὅπως παραλάβῃ, καὶ αὐτὸν ὁ Κύριος εἰς τοὺς οὐρανοὺς μετὰ τῆς ἰδικῆς του συνοδείας, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον. Ὁ δὲ Εὐθύμιος, πρῶτον μέν, ταπεινοφρονῶν, ἀπέτεινεν εἰς τὸ λεγόμενον, λέγων ἑαυτὸν ἀνάξιον τοιαύτης παρρησίας· κατόπιν ὅμως, βιαζόμενος παρὰ τοῦ Ἀκακίου, εἶπε πρὸς τοῦτον· «Δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ἀναχωρήσῃς ἀκόμη ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, διότι μέλλει νὰ ἔλθῃ μετ’ ἐμὲ καὶ ἄλλος ἀδελφός, τὸν ὁποῖον παρακαλῶ, ἵνα ἀγαπᾷς καὶ ἐπιμελῆσαι ὡς καὶ ἐμέ, διότι θὰ ἀκολουθήσῃ καὶ αὐτὸς τὴν ἰδίαν ὁδὸν τοῦ Μαρτυρίου». Τοῦτο ἦτο σαφεστάτη πρόρρησις καὶ προφητεία τοῦ Εὐθυμίου περὶ τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἰγνατίου, ὅστις κατόπιν καὶ ἐμαρτύρησε, καθὼς εἰς τὸ ἐκείνου Μαρτύριον θέλομεν διηγηθῆ [9]. Ἄλλοτε πάλιν, ἰδὼν ὁ Ἀκάκιος εἰς τὸ κελλίον του καταστιχόν τι, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν γεγραμμένοι ἀριθμοί, πέντε χιλιάδες, δύο χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, καὶ ἕτεροι ἄλλοι, τὸν ἠρώτησε τί ἦσαν ἐκεῖνοι οἱ ἀριθμοί, ὁ δὲ Εὐθύμιος ἀπεκρίθη· «Πάτερ εὐλόγησον· ἐπειδὴ ἡμεῖς μέλλομεν νὰ ἀναχωρήσωμεν καὶ εἰς τὴν θάλασαν δὲν δύναμαι νὰ τελέσω τὸν διατεταγμένον κανόνα μου, διὰ τοῦτο διπλασιάζω αὐτὸν τώρα, ἵνα μὴ κατακριθῶ ὡς ὀκνηρὸς δοῦλος». Εὖγε τῆς ἀκριβείας σου εἰς τὸν μοναδικὸν κανόνα σου, Εὐθύμιε, τὸν ὁποῖον δὲν ἤθελες νὰ ἐλαττώσῃς, μολονότι ἡτοιμάζεσο διὰ σφαγὴν ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ!
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ κατορθώματα, καθὼς καὶ ὁ μελετώμενος ὡραῖος δρόμος τοῦ Μαρτυρίου, τόσον ἐλύπησαν τὸν σατανᾶν, ὥστε ἐμόχθει, ὁ μισόκαλος, ἵνα δειλιάσῃ τὸν Ἀθλητὴν καὶ ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τὸ Μαρτύριον. Ὅθεν νύκτα τινὰ παρουσίασεν εἰς αὐτὸν τὴν ἑξῆς φαντασίαν. Εἶδε καθ’ ὕπνον ὅτι συνήχθη πλῆθος δυσειδεστάτων Αἰθιόπων, οἱ ὁποῖοι ἀρχίσαντες, πρῶτον θρῆνον ἀλλόκοτον ἀναμεταξύ των, ἤναψαν κατόπιν μεγάλην πυρὰν καὶ ἔλεγον δεικνύοντες τὸν Ἅγιον· «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος, ὅστις θέλει νὰ μαρτυρήσῃ καὶ δὲν στοχάζεται, ὅτι ἡμεῖς μέλλομεν νὰ τὸν νικήσωμεν· ἂς τὸν ρίψωμεν λοιπὸν εἰς τὴν πυρὰν αὐτὴν νὰ τὸν καύσωμεν, διὰ νὰ ἴδωμεν ἂν ὑπομείνῃ τὸ Μαρτύριον». Ἐπεχείρουν δὲ οἱ κατάρατοι νὰ τὸν ρίψωσι μέσα εἰς τὸ πῦρ. Ἔντρομος δὲ γενόμενος ὁ Εὐθύμιος ἐπεκαλεῖτο τὴν Θείαν βοήθειαν μὲ μεγάλας φωνάς, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐξύπνησε καὶ οὕτως ἐλυτρώθη ἀπὸ τὴν σατανικὴν ἐνόχλησιν διαλύσας ὡς ἱστὸν ἀράχνης τὰς φαντασίας τῶν δαιμόνων.