Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ Ἱερᾷ Μονῇ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀσκήσαντος, ἐν ᾗ καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ ἀπόκειται Λείψανον.

Τοῦτο ὡς ἔμαθεν ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος ἐκινήθη ἐναντίον του· ὅθεν, εὑρίσκοντες ἄδειαν οἱ βάρβαροι, ἐκυρίευσαν ὅλην τὴν Ἀνατολήν, ἔπειτα δὲ ἐστράφησαν καὶ κατὰ τῶν νήσων. Ταῦτα μαθὼν ὁ Ὅσιος καὶ σκεπτόμενος μήπως ἔλθουν καὶ εἰς τὴν Πάτμον οἱ βάρβαροι, ἐσύναξε τοὺς Μοναχοὺς καὶ διδάξας αὐτούς, τοὺς παρηγόρησε νὰ μὴ φοβῶνται τὰς θλίψεις ὅπου θὰ τοὺς ἔλθουν, ἀλλὰ νὰ ἔχουν τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεόν, διότι θέλει τοὺς βοηθήσει ὡς παντοδύναμος. Ταῦτα ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα περισσότερα, τοὺς ἐπρόσταξε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν προκειμένου νὰ μεταβοῦν εἰς ἄλλον τόπον ἥσυχον δίδοντες τόπον εἰς τὴν ὀργήν. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ φύγουν, εἶπεν ὁ Ὅσιος νὰ δώσουν εἰς τοὺς πτωχοὺς δι’ ἐλεημοσύνην τὸ σιτάρι ὅπου εἰχον συναγμένον διὰ τὸ Μοναστήριον, ἀλλ’ οἱ Μοναχοὶ δὲν ἤθελαν, διότι εἶχον τὴν γνώμην νὰ τὸ πάρουν μεθ’ ἑαυτῶν ὅπου ὑπάγουν, διὰ νὰ κυβερνηθοῦν. Ἰδὼν λοιπὸν ὁ Ἅγιος ὅτι ἐλυποῦντο νὰ τὸ δώσουν, τοὺς εἶπεν· «Ἔπρεπε νὰ ἔχετε τὰς ἐλπίδας σας εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τρέφει τὰ σύμπαντα· ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶσθε ὀλιγόπιστοι, ἂς τὸ δώσωμεν δανεικὸν εἰς τοὺς κοσμικούς οἵτινες θὰ μείνουν ἐδῶ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τὸ ἀνταποδώσῃ εἰς ὥραν κατάλληλον καὶ ἀνάγκην μεγαλυτέραν καὶ ἂν δὲν ἐπαληθεύσουν οἱ λόγοι μου, ἐγὼ μένω ἐγγυητὴς νὰ σᾶς τὸ πληρώσω». Τότε ἐδέχθησαν οἱ Μοναχοὶ καὶ δώσαντες τὸ σιτάρι ἔπλευσαν εἰς τὴν Εὔριπον [13], ὅπου ἦτο τόπος ἀσφαλὴς καὶ ἀκίνδυνος.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐκυβέρνα τὰ Δυτικὰ μέρη εἷς ἄρχων καταγόμενος ἀπὸ γένος λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον, ὀνομαζόμενος Εὐμείθιος, ὁ ὁποῖος ἦτο πνευματικὸν τέκνον τοῦ Ἁγίου. Οὗτος ἀκούσας, ὅτι ὁ Ὅσιος εὑρίσκεται εἰς τὴν Εὔριπον, ἐχάρη πολὺ καὶ τοῦ ἔστειλεν ἓν πλοῖον φορτωμένον σιτάρι, διὰ νὰ κυβερνηθῇ μὲ τοὺς Μοναχούς του. Ἰδόντες δὲ αὐτὸ οἱ Μοναχοὶ ἐθαύμασαν διὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ὁσίου, καὶ πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας του ἐζήτουν συγχώρησιν διὰ τὸ σιτάρι, διὰ τὸ ὁποῖον ἠγανάκτησαν πρότερον, ἐπειδὴ τὸ ἔδωκεν εἰς ἐλεημοσύνην. Διεδόθη λοιπὸν ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου καὶ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, διότι ἡ ἀρετή του ἔλαμπεν ὡς ἄλλος ἥλιος, ἄρχων δέ τις πλούσιος τοῦ ἐχάρισεν οἰκίας μεγάλας καὶ θαυμαστάς [14], τὰς ὁποίας ὁ Ὅσιος ἔκαμε Μοναστήριον, ὅπου ἐτέλει πολλὰ καὶ θαυμάσια ἔργα καὶ ἠγωνίζετο μεγαλυτέρους τῶν προτέρων ἀγῶνας, ὥστε νὰ ὑποτάξῃ ὅλως διόλου τὴν σάρκα εἰς τὰ θελήματα τῆς ψυχῆς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔκαμεν ὀλίγον καιρὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Εὔριπον, ἐμελέτα νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν Πάτμον, διὰ τὴν ἡσυχίαν καὶ διότι προέβλεπε μὲ τοὺς νοητοὺς ὀφθαλμούς, ὅτι ἔμελλον νὰ καταπαύσουν οἱ πειρασμοὶ τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ νὰ αὐξήσῃ ἡ ποίμνη του. Εἶπε λοιπὸν τὴν σκέψιν ταύτην εἰς τοὺς Μοναχούς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι δὲν ἤθελον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὰ σῳζόμενα κείμενα δὲν σημειοῦται ὁ χρόνος τῆς γεννήσεως τοῦ Ὁσίου. Ἐκ τῆς περιγραφῆς τοῦ Βίου καὶ τῶν σωζομένων στοιχείων προκύπτει ὅτι ἐγεννήθη περὶ τὸ ἔτος 1020.

[2] Περὶ τοῦ Ὀλύμπου τούτου βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ Ιʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου, τῇ ιεʹ (15ῃ) τοῦ μηνὸς Οκτωβρίου.

[3] Περὶ τοῦ Λάτρου βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΒʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Παύλου τοῦ Νέου, τῇ ιεʹ (15ῃ) τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου.

[4] Ἤτοι Μανιχαῖοι. Οἱ Μανιχαῖοι ἦσαν αἱρετικοὶ τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος, τὴν αἵρεσιν δὲ ταύτην ἵδρυσεν ὁ Πέρσης Μάνης ἢ Μανιχαῖος (ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα ἔφερον), ἀναμείξας εἰς τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν στοιχεῖα ἐκ τοῦ Παρσισμοῦ (θρησκείας τῶν ἀπογόνων τῶν ἀρχαίων Περσῶν) καὶ τοῦ Βουδδισμοῦ.

[5] Νικόλαος Γʹ ὁ Κυρδινιάτης (1084-1111).

[6] Στρόβιλος· Βυζαντινὴ πόλις τῆς Λυκίας χρησιμοποιηθεῖσα ὡς ναυτικὴ βάσις τῆς Αὐτοκρατορίας εἰς τὰς κατὰ τὸν ΙΓʹ αἰῶνα ἐπιχειρήσεις κατὰ τῶν Τούρκων.

[7] Πάτμος· Ἑλληνικὴ νῆσος τοῦ Αἰγαίου Πελάγους ἀνήκουσα εἰς τὸ συγκρότημα τῆς Δωδεκανήσου, κειμένη νοτίως τῆς Σάμου, βορειοδυτικῶς τῆς Λέρου καὶ νοτιοανατολικῶς τῆς Ἰκαρίας, ἀπέχουσα δὲ τῆς πλησιεστέρας Μικρασιατικῆς ἀκτῆς περὶ τὰ 43 χ.λ.μ. Εἶναι μικρὰ σχετικῶς νῆσος, ἧς τὸ μέγιστον μῆκος εἶναι 15 περίπου χ.λ.μ. τὸ δὲ μέγιστον πλάτος 9 χ.λ.μ. Ἡ Πάτμος, κατέστη ὀνομαστὴ ἀπὸ τῆς ἐν αὐτῇ ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ τῆς ἐκεῖσε συγγραφῆς τοῦ κατ’ αὐτὸν Ἱεροῦ Εὐαγγελίου.

[8] Τὰ περὶ τῆς ἐν Πάτμῳ συγγραφῆς τοῦ θείου καὶ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου βλέπε εἰς τὴν μνήμην του τῇ κϛʹ (26ῃ) τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐν Κεφαλαίῳ ΚΑʹ τῶν «Περιόδων» καὶ ταῖς ἐκεῖ ὑποσημειώσεσιν.

[9] Ζαγορά· ὡραιοτάτη κωμόπολις τῆς ἐπαρχίας Βόλου, ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ ὄρους Πηλίου, πρὸς τὴν θάλασσαν τοῦ Αἰγαίου. Ὄρος δὲ τῆς Ζαγορᾶς ὀνομάζει ἐνταῦθα ὁ συγγραφεὺς τὸ ὄρος Πήλιον, ὀνομαστὸν διὰ τὰς φυσικὰς καλλονάς του, μάλιστα τὰς τοιαύτας τῆς δυτικῆς πλευρᾶς, πρὸς τὸν Παγασητικὸν κόλπον. Ἐπὶ τοῦ Πηλίου ἤκμαζεν ἐπί τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς ὁ Μοναχισμός.

[10] Βλέπε Λουκ. ιʹ 33-35.

[11] Ἴκτερος, κοινῶς χρυσή, ἀσθένεια τοῦ ἥπατος, ἐξ ἧς ὁ πάσχων ἐμφανίζει κιτρίνην χρῶσιν τοῦ δέρματος συνεπείᾳ ἀναμίξεως στοιχείων τῆς χολῆς ἐντὸς τοῦ κυκλοφοροῦντος πλάσματος τοῦ αἵματος.

[12] Πρόκειται περὶ τοῦ ἡγεμόνος τῶν Νορμανδῶν Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, ὅστις ὁρμηθεὶς ἐκ τῆς Κάτω Ἰταλίας πολλὰ κακὰ ἐπροξένησεν εἰς τὴν Αὐτοκρατορίαν, πολλοὶ δὲ καὶ σκληροὶ ἀγῶνες ἀπῃτήθησαν, ἵνα δυνηθῇ τελικῶς νὰ καταβάλῃ αὐτὸν ὁ Ἀλέξιος.

[13] Εὕριπος ὠνομάζετο κατ’ ἐκείνους τοὺς χρόνους ἡ νῆσος Εὔβοια φέρουσα τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ περιωνύμου πορθμοῦ τοῦ Εὐρίπου, τοῦ παγκοσμίως γνωστοῦ διὰ τὸ ἐν αὐτῷ παλλιρροϊκὸν φαινόμενον, ἐτυμολογεῖται δὲ ἡ λέξις ἐκ τοῦ «Εὖ» καὶ τοῦ «ριπή».

[14] Ἔκειντο δὲ αὗται ἐκεῖ ὅπου ἡ σημερινὴ κωμόπολις Λίμνη, τῆς ἐπαρχίας Χαλκίδος τῆς Εὐβοίας, ἐπὶ τοῦ βορείου Εὐβοϊκοῦ.

[15] Τὸ ἔτος τῆς κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου δὲν σημειοῦται ἐνταῦθα. Οἱ περὶ τὸ θέμα τοῦτο ἀσχοληθέντες ἁγιολόγοι τοποθετοῦν ταύτην μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1093-1100. Τοῦτο δὲ διότι ἡ μὲν διαθήκη τοῦ Ὁσίου φέρει χρονολογίαν 1093, ὁ δὲ Βιογράφος αὐτοῦ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης ἀπῆλθε πρὸς Κύριον ἐν ἔτει 1100. Συνεπῶς κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος. Πιθανώτερον δὲ ἐκ τῶν ἐτῶν τούτων ἡμεῖς νομίζομεν τὸ ἔτος 1094, ἤτοι ὀλίγους μῆνας μετὰ τὴν σύνταξιν τῆς διαθήκης.