Τοῦτο ὡς ἔμαθεν ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος ἐκινήθη ἐναντίον του· ὅθεν, εὑρίσκοντες ἄδειαν οἱ βάρβαροι, ἐκυρίευσαν ὅλην τὴν Ἀνατολήν, ἔπειτα δὲ ἐστράφησαν καὶ κατὰ τῶν νήσων. Ταῦτα μαθὼν ὁ Ὅσιος καὶ σκεπτόμενος μήπως ἔλθουν καὶ εἰς τὴν Πάτμον οἱ βάρβαροι, ἐσύναξε τοὺς Μοναχοὺς καὶ διδάξας αὐτούς, τοὺς παρηγόρησε νὰ μὴ φοβῶνται τὰς θλίψεις ὅπου θὰ τοὺς ἔλθουν, ἀλλὰ νὰ ἔχουν τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεόν, διότι θέλει τοὺς βοηθήσει ὡς παντοδύναμος. Ταῦτα ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα περισσότερα, τοὺς ἐπρόσταξε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν προκειμένου νὰ μεταβοῦν εἰς ἄλλον τόπον ἥσυχον δίδοντες τόπον εἰς τὴν ὀργήν. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ φύγουν, εἶπεν ὁ Ὅσιος νὰ δώσουν εἰς τοὺς πτωχοὺς δι’ ἐλεημοσύνην τὸ σιτάρι ὅπου εἰχον συναγμένον διὰ τὸ Μοναστήριον, ἀλλ’ οἱ Μοναχοὶ δὲν ἤθελαν, διότι εἶχον τὴν γνώμην νὰ τὸ πάρουν μεθ’ ἑαυτῶν ὅπου ὑπάγουν, διὰ νὰ κυβερνηθοῦν. Ἰδὼν λοιπὸν ὁ Ἅγιος ὅτι ἐλυποῦντο νὰ τὸ δώσουν, τοὺς εἶπεν· «Ἔπρεπε νὰ ἔχετε τὰς ἐλπίδας σας εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τρέφει τὰ σύμπαντα· ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶσθε ὀλιγόπιστοι, ἂς τὸ δώσωμεν δανεικὸν εἰς τοὺς κοσμικούς οἵτινες θὰ μείνουν ἐδῶ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τὸ ἀνταποδώσῃ εἰς ὥραν κατάλληλον καὶ ἀνάγκην μεγαλυτέραν καὶ ἂν δὲν ἐπαληθεύσουν οἱ λόγοι μου, ἐγὼ μένω ἐγγυητὴς νὰ σᾶς τὸ πληρώσω». Τότε ἐδέχθησαν οἱ Μοναχοὶ καὶ δώσαντες τὸ σιτάρι ἔπλευσαν εἰς τὴν Εὔριπον [13], ὅπου ἦτο τόπος ἀσφαλὴς καὶ ἀκίνδυνος.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐκυβέρνα τὰ Δυτικὰ μέρη εἷς ἄρχων καταγόμενος ἀπὸ γένος λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον, ὀνομαζόμενος Εὐμείθιος, ὁ ὁποῖος ἦτο πνευματικὸν τέκνον τοῦ Ἁγίου. Οὗτος ἀκούσας, ὅτι ὁ Ὅσιος εὑρίσκεται εἰς τὴν Εὔριπον, ἐχάρη πολὺ καὶ τοῦ ἔστειλεν ἓν πλοῖον φορτωμένον σιτάρι, διὰ νὰ κυβερνηθῇ μὲ τοὺς Μοναχούς του. Ἰδόντες δὲ αὐτὸ οἱ Μοναχοὶ ἐθαύμασαν διὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ὁσίου, καὶ πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας του ἐζήτουν συγχώρησιν διὰ τὸ σιτάρι, διὰ τὸ ὁποῖον ἠγανάκτησαν πρότερον, ἐπειδὴ τὸ ἔδωκεν εἰς ἐλεημοσύνην. Διεδόθη λοιπὸν ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου καὶ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, διότι ἡ ἀρετή του ἔλαμπεν ὡς ἄλλος ἥλιος, ἄρχων δέ τις πλούσιος τοῦ ἐχάρισεν οἰκίας μεγάλας καὶ θαυμαστάς [14], τὰς ὁποίας ὁ Ὅσιος ἔκαμε Μοναστήριον, ὅπου ἐτέλει πολλὰ καὶ θαυμάσια ἔργα καὶ ἠγωνίζετο μεγαλυτέρους τῶν προτέρων ἀγῶνας, ὥστε νὰ ὑποτάξῃ ὅλως διόλου τὴν σάρκα εἰς τὰ θελήματα τῆς ψυχῆς. Ἀφ’ οὗ δὲ ἔκαμεν ὀλίγον καιρὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Εὔριπον, ἐμελέτα νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν Πάτμον, διὰ τὴν ἡσυχίαν καὶ διότι προέβλεπε μὲ τοὺς νοητοὺς ὀφθαλμούς, ὅτι ἔμελλον νὰ καταπαύσουν οἱ πειρασμοὶ τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ νὰ αὐξήσῃ ἡ ποίμνη του. Εἶπε λοιπὸν τὴν σκέψιν ταύτην εἰς τοὺς Μοναχούς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι δὲν ἤθελον.