Οὔτε τὴν νύκτα ἐκοιμᾶτο, διὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἀπὸ τὸν ἄμετρον κόπον, ἀλλὰ προσηύχετο ἕως τὴν αὐγὴν καὶ τότε ἐκοιμᾶτο ὀλίγον, διὰ νὰ μὴ ἐξασθενήσῃ ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγρυπνίαν καὶ ἀσθενήσῃ. Ὅταν δὲ ἐξημέρωνεν εἰργάζετο ἕως ὅτου συνεπληρώθη τὸ ἔργον μὲ τὴν θείαν βοήθειαν, ἡ ὁποία ὅλα τὰ ἐμπόδια ἐξωμάλυνε καὶ ἠφάνισε τὰ σκάνδαλα.
Ἔφθασε λοιπὸν ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου πανταχοῦ καὶ ἤρχοντο οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ διαφόρους τόπους διὰ νὰ βλέπουν τὸν Ἅγιον καὶ νὰ προσκυνοῦν τὸ Μοναστήριον. Μίαν δὲ φορὰν ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς ὅλας τὰς νήσους αἱ ὁποῖαι ἦσαν πλησίον εἰς τὴν Πάτμον· ἀπὸ ταύτας δὲ συνήχθησαν πολλοί, ἐκεῖ εἰς τὸ Μοναστήριον, διὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Ὅσιον νὰ κάμῃ πρὸς Κύριον δέησιν, διὰ νὰ τοὺς στείλῃ βοήθειαν. Τούτους παρηγορήσας ὁ Ὅσιος, ἐπρόσταξε τὸν κελλάρην νὰ βάλῃ τράπεζαν, νὰ τοὺς φιλεύσῃ ἀπὸ ὅ,τι εὑρίσκετο. Ὁ δὲ κελλάρης ἀπεκρίθη· «Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν τί νὰ φάγωμεν· πῶς νὰ φιλεύσωμεν τόσους ἀνθρώπους; Τί νὰ φέρω εἰς τὴν τράπεζαν;». Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ λέγει· «Δὲν γνωρίζεις τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Θεοῦ, πῶς ἔθρεψε μὲ πέντε ἄρτους λαὸν ἀναρίθμητον; Τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ τὰ τρέφει πλουσίως ὁ εὔσπλαγχνος καὶ ἡμᾶς φοβεῖσαι μήπως ἀφήσῃ νὰ πεινάσωμεν, ὀλιγόπιστε; Φέρε μὲ πίστιν ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα φαγητὰ ὅπου ἔχεις, νὰ ἴδῃς πῶς τὰ αὐξάνει ὁ Κύριος».
Οὕτω λοιπὸν ὁ κελλάρης ἔκαμεν ὑπακοὴν καὶ ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὰ ηὐλόγησεν ἄνωθεν διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν δοῦλόν του. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἐχόρτασαν ὅλοι καὶ ἔμειναν εἰς τὴν τράπεζαν ἑκατονταπλασίως περισσότερα, ἀπὸ ὅσα ἐναπετέθησαν πρότερον εἰς τὴν τράπεζαν. Τότε ὁ κελλάρης, ἰδὼν τοιοῦτον θαῦμα, ἔφριξε καὶ προσκυνήσας τὸν Ἅγιον ἐζήτει συγχώρησιν καὶ οὐδέποτε πλέον εἶχεν ἀμφιβολίαν, ἀλλ’ ὅσα τὸν ἐπρόσταζεν, ἔκαμνε, χωρὶς κανένα δισταγμόν. Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Ὅσιος πέντε χρόνους, εἰς τὴν Πάτμον ἀτάραχος μὲ πολλὴν ἡσυχίαν καὶ ἐνουθέτει τοὺς Μοναχούς του πως νὰ πορεύωνται τὴν πολιτείαν των. Βλέπων δὲ ὅτι ηὔξανεν ἡ Μονὴ μὲ τὰ δωρήματα τῶν Χριστιανῶν, ηὐχαρίστει τὸν Κύριον, διότι ἐμερίμνα δι’ αὐτούς. Ἀλλὰ πάλιν ἐφθόνησεν ὁ μισόκαλος τὴν εἰρήνην τοῦ Ἁγίου καὶ ἐξήγειρε τοὺς βαρβάρους, οἵτινες ἐλεηλάτουν ὅλας τὰς νήσους. Διότι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν Δύσιν ἄρχων τις [12] μὲ στράτευμα πολὺ καὶ πολεμήσας τὸ Δυρράχιον τὸ κατέλαβεν, ἔφθασε δὲ καὶ ἕως τὴν Θεσσαλονίκην λεηλατῶν.