Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ Ἱερᾷ Μονῇ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀσκήσαντος, ἐν ᾗ καὶ τὸ τίμιον αὐτοῦ ἀπόκειται Λείψανον.

Ἔγραψε λοιπὸν ὁ Ἅγιος, ὅτι ὁ Μοναχὸς πρέπει νὰ εἶναι ὑπομονητικὸς εἰς τοὺς πειρασμούς, εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπους ἔλθουν, εἴτε πὸ δαίμονας· νὰ ἔχῃ τελείαν ἀκτημοσύνην· νὰ μὴ ἐξέρχεται συχνὰ ἀπὸ τὴν κατοικίαν του, διότι, καθὼς τὸ ὀψάριον, ὅταν ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ μείνῃ ἔξω ὥραν πολλήν, ἀποθνῄσκει, ὁμοίως καὶ ὁ Μοναχός, ὅταν φύγῃ ἀπὸ τὴν κατοικίαν του καὶ ἀργήσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς αὐτήν, ζημιώνεται καὶ βλάπτεται πολὺ εἰς τὴν ψυχήν του. Πρὸ πάντων δὲ πρέπει νὰ εἶναι εὐσεβὴς καὶ Ὀρθόδοξος εἰς ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας· νὰ εἶναι ἐγκρατής, ὄχι μόνον εἰς τὴν τροφήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πάθη, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ ἀναγκαιότερον· δηλαδή, νὰ κρατῇ τοὺς ὀφθαλμούς του νὰ μὴ βλέπῃ πρόσωπα εὐειδῆ· νὰ φυλάττῃ τὴν γλῶσσάν του· νὰ μὴ λέγῃ ψυχοβλαβεῖς λόγους· νὰ διώκῃ, τοὺς ρυπαροὺς καὶ αἰσχροὺς καὶ πονηροὺς λογισμοὺς τῆς βλασφημίας, τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς ἀσελγείας, διότι ἀπὸ αὐτοὺς κινδυνεύουσι πολὺ οἱ ἐνάρετοι. Πρέπει δέ, ὅταν ἔλθῃ κανεὶς ἀπὸ τούτους τοὺς λογισμοὺς εἰς τὸν ἄνθρωπον, νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃ νὰ μένη ὥραν πολλὴν εἰς τὸν νοῦν του, ἀλλὰ νὰ μεταβαίνῃ ταχέως εἰς τὴν προσευχήν, παρακαλῶν τὸν Κύριον μὲ θερμὰ δάκρυα νὰ ἐξαφανίσῃ τὸν πειράζοντα. Ἐὰν δὲ δεχθῇ τὸν κατὸν λογισμὸν καὶ εὐχαριστεῖται μὲ αὐτὸν ἡ διάνοιά του, εἶναι σχεδὸν ὡς νὰ ἔκαμε καὶ τὴν πρᾶξιν.

Διὰ δὲ τὸν κανόνα τῶν μετανοιῶν ὁ Ὅσιος δὲν ἐπέβαλε τὴν αὐτὴν εἰς ὅλους ποσότητα, ἀλλ’ ἔγραφε· «Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἴσην τὴν δύναμιν, ἂς κάμνουν οἱ νέοι καὶ δυνατοὶ τρεῖς χιλιάδας τὴν ἡμέραν καὶ ἄλλας τρεῖς τὴν νύκτα· οἱ δὲ ἀδυνατώτεροι ὀλιγωτέρας, καθ’ εἷς κατὰ τὴν δύναμίν του καὶ τὴν ἀγαθήν του προαίρεσιν. Μόνον ἂς προσέχῃ ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσεύχεται, ἢ πολλὰς μετανοίας κάμνει ἢ ὀλίγας, νὰ τὰς κάμνῃ μὲ εὐλάβειαν καὶ κατάνυξιν καὶ νὰ μὴ ἀφήνῃ τὸν λογισμόν του τὴν ὥραν ἐκείνην νὰ στρέφεται εἰς βιοτικὰ πράγματα, οὔτε εἰς πάθη τοῦ σώματος, διότι ὅσας μετανοίας καὶ ἂν κάμνῃ, οὕτω δὲν ὠφελεῖται. Ὅταν ὁ προσευχόμενος, ἵσταται μὲ φόβον πολύν, δὲν ἔρχονται οὗτοι οἱ λογισμοί. Ἐὰν δὲ προσεύχεται καθὼς πρέπει, ἔχει μισθὸν περισσότερον, ἔστω καὶ ἂν κάμνῃ μετανοίας μίαν μόνην ὥραν καὶ ὄχι ἓξ ὥρας χωρὶς φυλακὴν τοῦ νοός. Ἐὰν δὲ τύχῃ νὰ σκανδαλισθῇ τις μὲ τὸν ἀδελφόν του, νὰ κάμνῃ διαλλαγὴν προτοῦ νὰ βασιλεύσῃ ὁ ἥλιος καὶ ἐὰν ἁμαρτήσῃ, νὰ ἐξομολογῆται τὸ συντομώτερον τὴν ἁμαρτίαν του εἰς τὸν Πνευματικόν, ἵνα λάβῃ συγχώρησιν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὰ σῳζόμενα κείμενα δὲν σημειοῦται ὁ χρόνος τῆς γεννήσεως τοῦ Ὁσίου. Ἐκ τῆς περιγραφῆς τοῦ Βίου καὶ τῶν σωζομένων στοιχείων προκύπτει ὅτι ἐγεννήθη περὶ τὸ ἔτος 1020.

[2] Περὶ τοῦ Ὀλύμπου τούτου βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ Ιʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου, τῇ ιεʹ (15ῃ) τοῦ μηνὸς Οκτωβρίου.

[3] Περὶ τοῦ Λάτρου βλέπε ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΒʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Παύλου τοῦ Νέου, τῇ ιεʹ (15ῃ) τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου.

[4] Ἤτοι Μανιχαῖοι. Οἱ Μανιχαῖοι ἦσαν αἱρετικοὶ τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος, τὴν αἵρεσιν δὲ ταύτην ἵδρυσεν ὁ Πέρσης Μάνης ἢ Μανιχαῖος (ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα ἔφερον), ἀναμείξας εἰς τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν στοιχεῖα ἐκ τοῦ Παρσισμοῦ (θρησκείας τῶν ἀπογόνων τῶν ἀρχαίων Περσῶν) καὶ τοῦ Βουδδισμοῦ.

[5] Νικόλαος Γʹ ὁ Κυρδινιάτης (1084-1111).

[6] Στρόβιλος· Βυζαντινὴ πόλις τῆς Λυκίας χρησιμοποιηθεῖσα ὡς ναυτικὴ βάσις τῆς Αὐτοκρατορίας εἰς τὰς κατὰ τὸν ΙΓʹ αἰῶνα ἐπιχειρήσεις κατὰ τῶν Τούρκων.

[7] Πάτμος· Ἑλληνικὴ νῆσος τοῦ Αἰγαίου Πελάγους ἀνήκουσα εἰς τὸ συγκρότημα τῆς Δωδεκανήσου, κειμένη νοτίως τῆς Σάμου, βορειοδυτικῶς τῆς Λέρου καὶ νοτιοανατολικῶς τῆς Ἰκαρίας, ἀπέχουσα δὲ τῆς πλησιεστέρας Μικρασιατικῆς ἀκτῆς περὶ τὰ 43 χ.λ.μ. Εἶναι μικρὰ σχετικῶς νῆσος, ἧς τὸ μέγιστον μῆκος εἶναι 15 περίπου χ.λ.μ. τὸ δὲ μέγιστον πλάτος 9 χ.λ.μ. Ἡ Πάτμος, κατέστη ὀνομαστὴ ἀπὸ τῆς ἐν αὐτῇ ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ τῆς ἐκεῖσε συγγραφῆς τοῦ κατ’ αὐτὸν Ἱεροῦ Εὐαγγελίου.

[8] Τὰ περὶ τῆς ἐν Πάτμῳ συγγραφῆς τοῦ θείου καὶ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου βλέπε εἰς τὴν μνήμην του τῇ κϛʹ (26ῃ) τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐν Κεφαλαίῳ ΚΑʹ τῶν «Περιόδων» καὶ ταῖς ἐκεῖ ὑποσημειώσεσιν.

[9] Ζαγορά· ὡραιοτάτη κωμόπολις τῆς ἐπαρχίας Βόλου, ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ ὄρους Πηλίου, πρὸς τὴν θάλασσαν τοῦ Αἰγαίου. Ὄρος δὲ τῆς Ζαγορᾶς ὀνομάζει ἐνταῦθα ὁ συγγραφεὺς τὸ ὄρος Πήλιον, ὀνομαστὸν διὰ τὰς φυσικὰς καλλονάς του, μάλιστα τὰς τοιαύτας τῆς δυτικῆς πλευρᾶς, πρὸς τὸν Παγασητικὸν κόλπον. Ἐπὶ τοῦ Πηλίου ἤκμαζεν ἐπί τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς ὁ Μοναχισμός.

[10] Βλέπε Λουκ. ιʹ 33-35.

[11] Ἴκτερος, κοινῶς χρυσή, ἀσθένεια τοῦ ἥπατος, ἐξ ἧς ὁ πάσχων ἐμφανίζει κιτρίνην χρῶσιν τοῦ δέρματος συνεπείᾳ ἀναμίξεως στοιχείων τῆς χολῆς ἐντὸς τοῦ κυκλοφοροῦντος πλάσματος τοῦ αἵματος.

[12] Πρόκειται περὶ τοῦ ἡγεμόνος τῶν Νορμανδῶν Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, ὅστις ὁρμηθεὶς ἐκ τῆς Κάτω Ἰταλίας πολλὰ κακὰ ἐπροξένησεν εἰς τὴν Αὐτοκρατορίαν, πολλοὶ δὲ καὶ σκληροὶ ἀγῶνες ἀπῃτήθησαν, ἵνα δυνηθῇ τελικῶς νὰ καταβάλῃ αὐτὸν ὁ Ἀλέξιος.

[13] Εὕριπος ὠνομάζετο κατ’ ἐκείνους τοὺς χρόνους ἡ νῆσος Εὔβοια φέρουσα τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ περιωνύμου πορθμοῦ τοῦ Εὐρίπου, τοῦ παγκοσμίως γνωστοῦ διὰ τὸ ἐν αὐτῷ παλλιρροϊκὸν φαινόμενον, ἐτυμολογεῖται δὲ ἡ λέξις ἐκ τοῦ «Εὖ» καὶ τοῦ «ριπή».

[14] Ἔκειντο δὲ αὗται ἐκεῖ ὅπου ἡ σημερινὴ κωμόπολις Λίμνη, τῆς ἐπαρχίας Χαλκίδος τῆς Εὐβοίας, ἐπὶ τοῦ βορείου Εὐβοϊκοῦ.

[15] Τὸ ἔτος τῆς κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου δὲν σημειοῦται ἐνταῦθα. Οἱ περὶ τὸ θέμα τοῦτο ἀσχοληθέντες ἁγιολόγοι τοποθετοῦν ταύτην μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1093-1100. Τοῦτο δὲ διότι ἡ μὲν διαθήκη τοῦ Ὁσίου φέρει χρονολογίαν 1093, ὁ δὲ Βιογράφος αὐτοῦ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης ἀπῆλθε πρὸς Κύριον ἐν ἔτει 1100. Συνεπῶς κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος. Πιθανώτερον δὲ ἐκ τῶν ἐτῶν τούτων ἡμεῖς νομίζομεν τὸ ἔτος 1094, ἤτοι ὀλίγους μῆνας μετὰ τὴν σύνταξιν τῆς διαθήκης.