Ὁ Ὅσιος ὅμως, ἀγαπῶν τὴν ἡσυχίαν, δὲν ὑπήκουσεν. Ἦλθον τότε εἰς τὸν Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαον [5] καὶ τοῦ ἀνέφεραν τὴν ὑπόθεσιν. Προσκαλέσας δὲ ὁ Πατριάρχης τὸν Ὅσιον τοῦ εἶπεν· «Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶπε τοῦ Πέτρου, ἐὰν τὸν ἀγαπᾷ νὰ ποιμαίνῃ τὰ πρόβατά Του; Λοιπόν, ἐὰν ποθῇς νὰ γίνῃς καὶ διὰ τοῦ ἔργου πραγματικὸς δοῦλος Χριστοῦ, καθὼς ἔχεις τὸ ὄνομα, πρέπον εἶναι νὰ κυβερνήσῃς τοὺς ἀδελφούς σου, διὰ νὰ σωθοῦν διὰ μέσου σοῦ, παρὰ νὰ σώσῃς μόνον τὸν ἑαυτόν σου». Ταῦτα καὶ ἄλλα πολλὰ ἀκούσας ὁ Ὅσιος ἠναγκάσθη νὰ δεχθῇ διὰ νὰ μὴ γίνῃ παρήκοος, ὁ δὲ ἁγιώτατος ἐκεῖνος Πατριάρχης τὸν ἐψήφισεν Ἀρχιμανδρίτην εἰς ὅλα τοῦ Λάτρου τὰ Μοναστήρια· οὕτως ἐτέθη ὁ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα φωτίζῃ τοὺς αὐτὸν πλησιάζοντας. Ὅλοι λοιπὸν οἱ τοῦ ὄρους τοῦ Λάτρου μονάζοντες εἶχον τοὺς λόγους του ὡς λόγους Θεοῦ, ὅ,τι δὲ ἤθελε προστάξει τὸ ἐφύλαττον ὡς νόμον Θεοῦ.
Διὰ τῶν ἐνθέων λοιπὸν διδασκαλιῶν του, τῶν λογικῶν ναμάτων ἐπότιζε πάντα τόπον ξηρὸν καὶ ἄνυδρον, ὅστις ἀνθίζων ἔδιδε καρπὸν ἐπαινετόν. Ὅμως πάλιν ἐφθόνησεν ὁ πολέμιος, βλέπων ὅτι καὶ ἐκεῖ ἐσώζοντο οἱ πολεμοῦντες αὐτὸν ἀνδρικώτατα. Ὅθεν ἔστειλε καὶ ἐκεῖ τοὺς Ἀγαρηνούς, οἵτινες ἐφόνευσαν ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Μοναχοὺς ὅσους ἐπρόφθασαν. Ὁ δὲ Ὅσιος μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς ἔφυγεν ἐκεῖθεν, ἔχων τὴν γνώμην νὰ ὑπάγῃ πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Φθάσαντες δὲ εἰς τόπον τινὰ χαλούμενον Στρόβιλον [6], εὗρον Μοναχόν τινα ὀνομαζόμενον Ἀρσένιον, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐκεῖ μεγάλον καὶ λαμπρὸν Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ἀπέκτησεν ἀπὸ τοὺς προγόνους του. Τὸ Μοναστήριον τοῦτο εἶχεν εἰς τὰς νήσους Κῶ καὶ Λέρον πολλὰ εἰσοδήματα τὰ ὁποῖα ἤρχοντο εἰς αὐτό. Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου ἢκουσε τὰ συμβάντα καὶ ἐπληροφορήθη τὸν σκοπὸν τοῦ Ὁσίου, τὸν ἠμπόδισεν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν του καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ δεχθῇ τὴν προστασίαν τοῦ Μοναστηρίου, τὸ ὁποῖον, ἐπειδὴ εἶχε πολλὰ εἰσοδήματα, θὰ τὸν ἔφθαναν νὰ ἐξοικονομεῖται μὲ τὴν συνοδείαν του. Ὅθεν ἐδέχθη ὁ Ὅσιος καὶ τοῦ ἔγραψεν ὁ Ἀρσένιος τὴν Μονήν, νὰ εἶναι εἰς αὐτὴν κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς πάντοτε. Ἀκολούθως ὁ μὲν Ἄρσένιος ἀνεχώρησεν εἰς τόπον ἥσυχον καὶ ἐκεῖ ἀνεπαύθη, ὁ δὲ Ὅσιος Χριστόδουλος ἔμεινεν εἰς ἐκεῖνο τὸ Μοναστήριον.
Βλέπων ὅμως ὁ Ὅσιος ὅτι τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο ἐταράττετο ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο συχνάκις καὶ τὸν ἐσύγχιζαν, ἔφυγεν ἐκεῖθεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Κῶ. Εὑρὼν δὲ ἐκεῖ τόπον κατάλληλον, ἔκτισε Μοναστήριον εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.