Ταῦτα καὶ ἄλλα ψυχωφελῆ παραγγέλματα, ἀφοῦ ἔγραψεν ὁ Ὅσιος, τὰ ἔδωκεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἰς ὅλην τὴν Σύγκλητον. Οὗτοι δὲ τὰ ἐπήνεσαν λέγοντες, ὅτι ἦσαν ἄξια καὶ θεῖα προστάγματα. Ἀλλὰ καθὼς εἰς τοὺς πάσχοντας, ἀπὸ ἴκτερον [11], τὸ μέλι φαίνεται πολὺ ἄνοστον, ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς Μοναχοὺς, ἐκείνους ἐφάνησαν πικρὰ καὶ δύσκολα τὰ διατάγματα τοῦ Ὁσίου. Δὲν ἔστερξαν λοιπὸν νὰ γίνῃ ποιμὴν αὐτῶν, διότι τοὺς παλαιοὺς ἀσκοὺς μὲ οἶνον νέον δὲν γεμίζουσι. Τότε ὁ Ἅγιος ἐχάρη, διότι ἐλυτρώθη ἀπὸ τοιοῦτον βάρος καὶ ἐζήτησε πάλιν ἀπὸ τὸν βασιλέα τὴν Πάτμον, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Τοῦ ἔκαμε λοιπὸν ὁ βασιλεὺς χρυσόβουλλον, νὰ εἶναι ἡ νῆσος εἰς τὴν ἐξουσίαν του, πανελευθέρα καὶ νὰ μὴ πληρώνῃ ποτὲ κανένα βασιλικὸν φόρον. Ὄχι δὲ μόνον τοιαύτην εὐεργεσίαν τοῦ ἔκαμεν ὁ εὐσεβέστατος ἐκεῖνος βασιλεύς, ἀλλὰ καὶ μυρίας χάριτας. Ἀκόμη δὲ διέταξε νὰ τοῦ δίδουν τόσον σῖτον κατ’ ἔτος, ὅσον χρειάζονται οἱ Μοναχοὶ διὰ τὴν κυβέρνησίν των, ὥστε νὰ μὴ μεριμνῶσι διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ παρακαλοῦν τὸν Κύριον διὰ τὴν ψυχήν του.
Εὐχαριστήσας ὁ Ὅσιος τὸν βασιλέα, ἔλαβε τὸ χρυσόβουλλον καὶ χρήματα καὶ ἐργάτας διὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὸ Μοναστήριον καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας ἔφθασεν εἰς τὴν Πάτμον. Εἰς τὴν νῆσον ταύτην ὁ Ὃσιος συνέτριψε πρῶτον ἓν εἴδωλον τῆς Ἀρτέμιδος, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐκεῖ καὶ ἀμέσως οἰκοδομεῖ τὸν Ναόν, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἐκεῖνοι δὲ ὅπου ἔκτιζαν καὶ ὑπηρέτουν, βλέποντες τὴν δυσκολίαν τοῦ τόπου καὶ τὴν πολλὴν κακοπάθειαν, ἐβαρύνοντο καὶ διελογίζοντο κατὰ νοῦν νὰ ἀναχωρήσουν. Ἀλλ’ ὁ Ὅσιος, προγνωρίσας τοὺς διαλογισμούς των, τοὺς προεῖπεν, ὅτι δὲν θὰ ἔχουν ἄλλην δυσκολίαν εἰς τὸ ἑξῆς, ἀλλὰ μὲ εὐκολίαν θὰ τελειώσουν τοῦτο τὸ θεάρεστον ἔργον, τὸ ὁποῖον θέλει γίνει ἰατρεῖον πολλῶν ψυχῶν. Διότι ἐκεῖ θὰ συναχθοῦν πολλοί, βαρυφορτωμένοι ἀπὸ ἁμαρτίας, θὰ εὕρουν συγχώρησιν καὶ θὰ αὐξηθῇ τὸ Μοναστήριον ὡς δένδρον πολύκαρπον.
Ταῦτα λέγων ὁ Ὅσιος ἀνεσήκωνε μόνος, ἂν καὶ ἦτο γέρων, τὰς μεγάλας πέτρας καὶ τὴν ἄσβεστον, ὡς ἐργάτης, πολλὰς δὲ ἄλλας βαρείας ὑπηρεσίας ἔκαμνεν ὁ ἀείμνηστος, μὲ προθυμίαν πολλήν. Βλέποντες λοιπὸν αὐτὸν οί ἐργαζόμενοι, ἀόκνως ἐργαζόμενον, ἔκαμναν καὶ ἐκεῖνοι τὴν ὑπηρεσίαν ἀγογγύστως. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἔτρωγον ἄρτον καὶ φαγητὸν ὅσον ἤθελον, ὁ δὲ Ὅσιος ὑπηρέτει ὅλην τὴν ἡμέραν νῆστις καὶ δὲν ἔτρωγε πρὶν νὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, τὸ δὲ ἑσπέρας ἔτρωγεν ὀλίγον παξιμάδι μὲ νερόν, ἢ ἄγρια χόρτα καὶ αὐτὰ ὀλίγα καὶ ὠμά.