Ἔπειτα πάλιν βλέπων τὸν πολὺν λαόν, ὅστις ἐσυνάζετο καὶ ἐκεῖ, ἐγνώρισεν ὅτι δὲν ἦτο ὁ τόπος ἐκεῖνος διὰ Μοναχοὺς σωτήριος καὶ φεύγων ἀπὸ ἐκεῖ ἐζήτει τόπον ἔρημον καὶ ἀτάραχον. Μεταβαίνων δὲ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἔφθασε καὶ εἰς τὴν νῆσον Πάτμον [7], καὶ ἰδὼν αὐτὴν ἔρημον κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν καὶ ἐστερημένην ἀπὸ πᾶσαν ἀνθρωπίνην θεωρίαν καὶ σωματικὴν παρηγορίαν, ἐχάρη ἡ ψυχή του, ὡσὰν νὰ εὗρε θησαυρὸν πολύτιμον. Ὅθεν εἶπε καὶ αὐτὸς ταῦτα μετὰ τοῦ Προφητάνακτος· «Ὧδε κατοικήσω, ὅτι ἠρετισάμην αὐτὴν (Ψαλμ. ρλα’ 14). Ἐπανῆλθε τότε ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀνέφερεν εἰς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Ἀλέξιον Α’ τὸν Κομνηνὸν (1081-1118) τὴν ὑπόθεσιν, εἰπὼν εἰς αὐτὸν μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Βασιλεῦ κράτιστε, νῆσος τις, καλουμένη Πάτμος, εἶναι ἔρημος. Εἰς αὐτὴν τὴν νῆσον ἔγραψεν ὁ Θεολόγος Ἰωάννης τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον [8]. Παρακαλῶ λοιπὸν τὴν βασιλείαν σου νὰ παραδώσῃς εἰς ἐμὲ τὴν νῆσον ταύτην διὰ νὰ κτίσω ἐκεῖ Μοναστήριον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου».
Θαυμάσας ὁ βασιλεὺς τὸν Ὅσιον διά τε τὴν ἐπανθοῦσαν εἰς αὐτὸν ὁσιότητα καὶ διὰ τὴν συνομιλίαν τὴν ὁποίαν ἔκαμαν, διότι καὶ εἰς τὴν μορφὴν ἦτο σεβάσμιος καὶ εἰς τοὺς λόγους πεπαιδευμένος καὶ ὡμίλει πάρα πολὺ καλά, τὸν ηὐλαβήθη πολὺ καὶ τοῦ λέγει· «Εἰς τὰ μέρη τῆς Δύσεως εὑρίσκεται ὄρος θαυμάσιον καλούμενον Ζαγορά [9], εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι πολλὰ Μοναστήρια καὶ Μοναχοὶ ἀναρίθμητοι, ἀλλ’ ὁδηγὸν πρακτικὸν δὲν ἔχουν διὰ νὰ τοὺς κυβερνᾷ. Ὅθεν πολλοὶ κινδυνεύουν ἀπὸ τὸν νοητὸν κλύδωνα τῆς παρούσης ζωῆς καὶ καταποντίζονται. Μιμήσου λοιπὸν τὸν καλὸν Σαμαρείτην, ὅστις, καθὼς λέγει τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἔκαμεν ἔλεος εἰς τὸν πληγωμένον ἄνθρωπον, τὸν ἐπεμελήθη, ὡς εὔσπλαγχνος καὶ τὸν ἐθεράπευσε [10] καὶ οὕτω γενοῦ καὶ σύ, Πάτερ, ποιμὴν εἰς ἐκεῖνα τὰ πλανώμενα πρόβατα διὰ νὰ μὴ γίνουν θηριάλωτα». Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότεοα ἔλεγε πρὸς τὸν Ὅσιον ὁ βασιλεύς. Ὁ Ὅσιος ὅμως μὲ ταπεινὴν λαλιὰν ἀπεκρίνατο· «Ἐγώ, βασιλεῦ φιλανθρωπότατε, ἀγαπῶ πολὺ τὴν ἡσυχίαν καὶ τὴν ἔρημον· διὰ τοῦτο δὲν ἐπιθυμῶ προστασίαν, διὰ νὰ μὴ ἔχω φροντίδα καὶ μέριμναν· ὅμως ἐπειδὴ οὕτως ἐφάνη τῆς βασιλείας σου, ἂν ὁρίζῃς, νὰ γράψω τὸν κανόνα καὶ τὸν τύπον τῆς μοναδικῆς καταστάσεως, μὲ τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ πολιτεύωνται καὶ τότε, ἐὰν δέχωνται οἱ Μοναχοὶ ἐκεῖνοι νὰ φυλάττουν τὰς τάξεις αὐστηρῶς, κατὰ τὸν κανόνα αὐτόν, νὰ ἀναλάβω τὴν προστασίαν των. Ἐπαινέσας διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς τὸν Ὅσιον, τὸν ἐπρόσταξε νὰ γράψῃ τὸν τύπον τὸν ὁποῖον αὐτὸς προέκρινεν ὡς τὸν καταλληλότερον.