Ἀκούσατε τώρα καὶ ἄλλο θαυμασιώτερον, διὰ νὰ γνωρίσετε πόσην παρρησίαν ἔχει πρὸς τὸν Κύριον ὁ Ἅγιος. Ὁ βασιλεὺς τῆς Σικελίας ἔστειλέ ποτε στόλον πολεμικὸν εἰς τὴν Κύπρον, διά τινα ταραχὴν καὶ πόλεμον ὅπου εἶχον, καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν ἀρχηγὸν τοῦ στόλου, Μεγαρίτην ὀνόματι, καὶ εἰς τὸν μεγάλον Δοῦκα, νὰ τοῦ φέρουν ἐκεῖ τὸ Λείψανον τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου, ἐξ ἀποφάσεως. Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεφον ἀπὸ τὴν Κύπρον, ἠγκυροβόλησαν εἰς τὴν Πάτμον τῇ ια’ (11) τοῦ Ὀκτωβρίου καὶ ἐξελθόντες ἀπὸ τὰ πλοῖα ἐμήνυσαν οἱ ἄρχοντες εἰς τὸ Μοναστήριον νὰ τοὺς στείλουν ζῷα, διὰ νὰ ἀνέβουν εἰς τὸ Μοναστήριον νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἅγιον· οἱ δὲ Μοναχοὶ ὑπήκουσαν. Ὁ Μεγαρίτης λοιπόν, ὁ Δοὺξ καὶ οἱ λοιποὶ ἄρχοντες ἀνέβησαν ἔφιπποι ἀπὸ τὴν κανονικὴν ὁδόν, εἰς τοὺς στρατιώτας ὅμως παρήγγειλαν νὰ ἔλθουν κατόπιν ἀπὸ ἄλλην ὁδὸν καὶ νὰ κρατοῦν ὅπλα. Μὴ γνωρίζων δὲ ταῦτα ὁ Ἡγούμενος, ἐξελθών, προϋπήντησε τοὺς ἄρχοντας, αὐτοὶ δὲ εἰσῆλθον είς τὸ Μοναστήριον μὲ τοὺς ἱερεῖς των καὶ προσκυνήσαντες ἔψαλαν τὸν Ἑσπερινὸν γονυπετεῖς, κατὰ τὴν τάξιν των.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασεν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ὡπλισμένον, εἶπεν ὁ ἀρχηγὸς πρὸς τὸν Ἡγούμενον· «Ὁ βασιλεὺς μᾶς ἀπέστειλε μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ μᾶς δώσετε τὸ ἱερὸν Λείψανον τοῦ Ἁγίου, διότι τὸ ἔχει εἰς μεγάλην εὐλάβειαν, ὅσα δὲ ἀργύρια ζητήσετε, νὰ σᾶς δώσωμεν καὶ νὰ σᾶς εἴπωμεν ὅτι καὶ ἄλλας πολλὰς εὐεργεσίας θέλει σᾶς κάμει, εἰς ὅ,τι χρειάζεσθε. Ἐὰν ὅμως δὲν συγκατατεθῆτε νὰ μᾶς τὸ δώσητε μὲ τὴν θέλησίν σας, ἔχομεν ἐντολὴν νὰ τὸ πάρωμεν διὰ τῆς βίας. Κάμετε λοιπόν, ὡς φρόνιμοι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σᾶς συμφέρει». Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Μοναχοί, ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ, μετὰ δακρύων ἀπεκρίθησαν μεγαλοφώνως· «Προτιμῶμεν νὰ παραδώσωμεν τὴν ζωήν μας εἰς τὸν θάνατον, παρὰ νὰ δώσωμεν τὸν Πατέρα καὶ προστάτην μας. Διότι ἐὰν αὐτὸς λείψῃ, ἐρημώνεται τὸ Μοναστήριον· μόνον μὴ ἀργοπορῆτε, ἀλλὰ θανατώσατε πρῶτον ὅλους ἡμᾶς, διὰ νὰ μὴ ἴδωμεν τοιαύτην ζημίαν καὶ τότε κάμετε ὅ,τι θέλετε. Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς ταλαιπώρους, κατὰ ποῖον τρόπον θέλουν νὰ μᾶς πάρουν τὸν προμηθέα καὶ κυβερνήτην μας, τὸν Πατέρα μας καὶ διδάσκαλον! Φρῖξον ἥλιε! στέναξον ἡ γῆ! καὶ ζήτησον ἀπὸ τὸν δίκαιον Κριτὴν ἐκδίκησιν εἰς τὴν ἀδικίαν ταύτην ὅπου θέλουν νὰ μᾶς κάμουν». Αὐτὰ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἔλεγον οἱ πτωχοὶ Πατέρες· ὅμως ἐκεῖνοι δὲν τὰ ἐλάμβανον οὐδόλως ὑπ’ ὄψιν, ἀλλὰ βιαίως ἔθραυσαν τὸ μάρμαρον καὶ ἀφοῦ ἐξήγαγον τὴν θήκην, ἥτις περιέκλειε τὸ ἱερὸν τοῦ Ἁγίου Λεψανον, τὴν ἐσήκωσαν οἱ ἱερεῖς των καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ κατῆλθον μετὰ σπουδῆς εἰς τὰ πλοῖα, οἱ δὲ Μοναχοὶ ἔμειναν κλαίοντες.