Ἀκούσατε, καὶ ἄλλο. Κατὰ τὸ ἔτος ͵ασιη’ (1218) ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως ἐν μηνὶ Σεπτεμβρίῳ, διῆλθεν ἀπσ τὴν Πάτμον ὁ βασιλεὺς τῆς Πορτογαλίας, ὅστις ἤρχετο ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐξελθὼν ἀπὸ τὰ πλοῖα ἀνέβη νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἅγιον, διότι ἤκουσεν ἀπὸ πολλοὺς τὰ θαύματά του. Ἀφοῦ δὲ ἔκαμε τὴν προσευχήν του, ἔδωσεν εἰς τὸν Ἡγούμενον ὡς δῶρον ἕνα δίσκον ἀργυροῦν, μὲ τριάκοντα Φλωρία καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ δώσῃ μικρὸν μέρος ἀπὸ τὸ ἱερὸν Λείψανον τοῦ Ἁγίου, ἐκεῖνος δὲ νὰ τοῦ δώσῃ ὅσον χρυσίον χρειάζεται. Οἱ Μοναχοὶ τότε ἐπέστρεψαν καὶ τὸ δῶρον τὸ ὁποῖον τοὺς ἔδωσε λέγοντες, ὅτι ἐὰν τοὺς ἔδιδε καὶ ὅλα τὰ πλούτη του ἀκόμη, δὲν θὰ ἐτόλμων νὰ κόψουν οὐδὲ ἐλάχιστον μέρος ἀπὸ τοῦ Ἁγίου τὸ Λείψανον.
Ὅταν λοιπὸν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτύχῃ αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐπεθύμει, διὰ χρημάτων, ἐμελέτησε νὰ τὸ πάρῃ μὲ πανουργίαν. Κατελθὼν λοιπὸν εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔστειλε τὴν συνοδείαν του νὰ προσκυνήσουν δῆθεν τὸν Ἅγιον ἀπὸ εὐλάβειαν καὶ παρήγγειλεν εἰς δοῦλον τινὰ νὰ ὑποκριθῇ ὅτι ἀσπάζεται τὸ ἅγιον Λείψανον καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ δαγκάσῃ μὲ τοὺς ὀδόντας του κρυφὰ ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς ἕνα δάκτυλον καὶ νὰ τὸν πάρῃ. Ὁ δοῦλος ἔκαμε καθὼς τὸν ἐπρόσταξεν ὁ αὐθέντης του, ἐπιστρέψας δὲ χαίρων εἰς τὰ πλοῖα, ἔδωκεν εἰς τὸν βασιλέα τὸν ἀντίχειρα τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ἡ θεία Δίκη ἐτιμώρησε τὴν ἀδικίαν, διὰ νὰ ἀναγκασθῇ ὁ ἄδικος νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ κλοπιμαῖον τίμιον μέλος. Τὴν δευτέραν φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔγινε τόση ταραχὴ ἐξ αἰτίας σφοδροῦ ἀνέμου, ὥστε παρ’ ὀλίγον νὰ κατεποντίζοντο τὰ πλοῖα. Ἰδὼν δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν ἐξαφνικὸν καὶ βέβαιον κίνδυνον, ἠννόῃσε τὴν αἰτίαν τοῦ πράγματος καὶ παρευθὺς ἔδωκε τὸν δάκτυλον εἰς τὸν δοῦλον ὅστις τὸν ἔκλεψε, διὰ νὰ τὸν ἐπιστρέψῃ ἀμέσως εἰς τὴν θέσιν του κᾳὶ νὰ ὁμολογήσῃ παρρησίᾳ τὴν ἁμαρτίαν του, ζητῶν παρὰ τοῦ Ἁγίου συγχώρησιν, διότι τὸ ἔκαμεν ἀπὸ εὐλάβειαν. Ἔστειλε δὲ καὶ ἄλλους μετ’ αὐτοῦ. Ἐνῷ δὲ ἀνέβαινον εἰς τὸ Μοναστήριον, ἤρχισε νὰ ἡσυχάζῃ ἡ θάλασσα· καὶ τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἀπέθεσεν εἰς τὴν θέσιν του τὸν σεπτὸν δάκτυλον, ἔπαυσεν, ὢ τοῦ θαύματος! ἐντελῶς ἡ τρικυμία καὶ ἡπλώθη γαλήνη εἰς τὸν λιμένα ἐκεῖνον.
Ταῦτα τὰ ὀλίγα θαύματα τοῦ Ἁγίου ἔγραψα ὡς παράδειγμα τῶν πολλῶν ἄλλων θαυμάτων του, διὰ νὰ ἐννοήσῃ καθεὶς πόσην παρρησίαν ἔχει πρὸς τὸν Χριστὸν ὁ θεῖος Χριστόδουλος. Τὰ δὲ ἄλλα θαύματα ἀφήνω, ὡς ἀναρίθμητα, ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διηγήθημεν ἠμπορεῖ καθεὶς νὰ ἐννοήσῃ καὶ τὰ παραλειπόμενα.