Ἀφοῦ κατ’ ἄλλον τρόπον δὲν ἠδύνατο νᾲ λυπήσῃ τὴν Ἁγίαν, ἔτρωσε τὴν καρδίαν τοῦ συζύγου της Μιχαὴλ δι’ ἔρωτος πρὸς ἀρχόντισσάν τινα χήραν, ἥτις κατώκει ἐκεῖ πλησίον, Γαγγρινὴν ὀνομαζομένην καὶ ἡ ὁποία μὲ τὰς μαγικάς της τέχνας κατήντησε τὸν βασιλέα ἔξω φρενῶν. Εἰς τόσην δὲ μανίαν τὸν ἔφερεν, ὥστε πλέον τὴν πόρνην ὡς ἰδίαν γυναῖκα συνανεστρέφετο, τὴν δὲ Θεοδώραν κατεφρόνει, ἔδερε καὶ διαφοροτρόπως ἐκακοποίει, χωρὶς νὰ σκέπτεται οὔτε φόβον Θεοῦ οὔτε ἐντροπὴν ἀνθρώπων. Ἐπρόσταξε δὲ καὶ τοὺς δούλους του καὶ ὅλους τοῦ παλατίου νὰ μὴ ὑπακούωσιν εἰς τὴν Ἁγίαν οὔτε νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομά της, ἀλλὰ καταφρονοῦντες αὐτήν, νὰ ὑπακούωσι καὶ νὰ γνωρίζωσιν ὡς κυρίαν των τὴν μοιχαλίδα καὶ ἐκείνης τὰς προσταγὰς νὰ ἐκτελῶσιν. Ὢ τῆς μακροθυμίας σου, Χριστὲ Βασιλεῦ! Θεέ μου! Πῶς δὲν ἐπρόσταξες τὴν γῆν νὰ καταπίῃ τὴν πόρνην ἐκείνην διὰ τὰ κακὰ καὶ τὰς μαγείας ὅπου ἔκαμνεν εἰς τὴν δούλην σου τὴν Ἁγίαν! Μακροθυμεῖς, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ἀναμένων τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν μετάνοιαν.
Ταῦτα λοιπὸν πάντα ὑπέμενε γενναίως ἡ μακαριωτάτη Θεοδώρα, χωρὶς νὰ σαλεύσῃ οὐδόλως ὁ στερρὸς καὶ ἀδαμάντινος πύργος τῆς ὑπομονῆς της. Διὰ μέσου δὲ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους ὑπέφερεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν μὲ ἀγρυπνίας, νηστείας καὶ προσευχάς, λογιζομένη ὅλας ἐκείνας τὰς θλίψεις ὡς πολυτελεῖς οὐρανίους μαργαρίτας, οὐδόλως ἀδημονοῦσα, οὔτε γογγύζουσα, οὔτε λόγον ποτὲ δυσάρεστον πρὸς τὸν Θεὸν λέγουσα. Ἀποξενωθεῖσα δὲ τοῦ βασιλέως καὶ ἀποδιωχθεῖσα, περιεπάτει πέντε χρόνους ἔνθεν κἀκεῖθεν, πεινασμένη, ξενητευμένη, κακονυχτισμένη, ταλαιπωρουμένη, πικρίας καὶ μυρία κακὰ δοκιμάζουσα. Παρὰ ταῦτα ὅμως ὕψωνε πάντοτε τὰς χεῖράς της πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ηὐχαρίστει παρακαλοῦσα νὰ ἐπιβλέψῃ εἰς τὴν ταπείνωσίν της καὶ νὰ συγχωρήσῃ τὸν σύζυγόν της, οἰκονομῶν φιλανθρώπως τὰ κατ’ αὐτὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Καὶ δὲν εἶναι μόνον τοῦτο, διότι δὲν ὑπέφερε μόνη, ἀλλ’ ἐκράτει καὶ μικρὸν βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας της, τὸ ὁποῖον εἶχε μὲ τὸν βασιλέα πρὶν ἐκεῖνος τὴν ἀποδιώξῃ.
Τοιουτοτρόπως λοιπὸν περιπλανωμένη ἡ μακαρία Θεοδώρα πρὸς τὰ ὅρια τῆς Πρενήστας, εἰς τόπους ἐρήμους καὶ ἀβάτους, ἐξῆλθεν ἡμέραν τινὰ τυχαίως ἐκ τοῦ δάσους ἢ μᾶλλον διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ τότε εἶδεν αὐτὴν Ἱερεύς τις ἀπὸ τὴν Πρένησταν, εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὅστις τὴν ἠρώτησε ποία εἶναι καὶ πόθεν καὶ πῶς εὑρέθη ἐκεῖ.