Ἐκεῖ ἦτο καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα, παρθένος ἐλευθέρα, νεωτάτη, κατὰ πολὺ ὡραία, ἐστολισμένη διὰ πολλῶν ἀρετῶν καὶ ὡς χρυσίον καθαρὸν διαλάμπουσα, τὴν ὁποίαν ὁ Μιχαὴλ Λούκας τὴν ἠράσθη καὶ ἐπεθύμησε νὰ λάβῃ αὐτὴν νόμιμον σύζυγον, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Τελειωθέντων δὲ τῶν γάμων καὶ καθήσας ἔτι ἱκανὸν καιρὸν ἐκεῖ, ἔπειτα μετὰ τῆς συζύγου του, τῆς Ἁγίας ταύτης Θεοδώρας, ἦλθον μὲ μεγάλην καὶ λαμπρὰν δορυφορίαν εἰς τὴν Ἄρταν, τῆς ὁποίας κτίσας τὸ ἐξώτειχον φρούριον, κατώκησε τοῦ λοιποῦ εἰς αὐτήν.
Ἔκτοτε ὁ μὲν Μιχαὴλ Δούκας ἐφρόντιζε πῶς νὰ κυβερνᾷ βασιλικῶς καὶ νὰ διοικῇ ἐπαινετῶς καὶ ἐνδόζως τὴν βασιλείαν του, ἡ δὲ Ἁγία Θεοδώρα, ἐλθοῦσα εἰς τὸ ὕψος τῆς βασιλείας, δὲν ὑπερηφανεύετο διὰ τὴν ἐξουσίαν καὶ μεγαλειότητα, καθὼς κάμνουσι γυναῖκες τινὲς ἀνόητοι σήμερον, ὅπου ὄχι νὰ βασιλεύωσι, ἀλλὰ μόνον ὀλίγην ἀνάπαυσιν νὰ ἔχωσι, κενοδοξοῦν καὶ καταφρονοῦν τὰς ὁμοπίστους των Χριστιανάς, νομίζουσαι τὸν ἑαυτόν των ὡς ἀθάνατον. Οὔτε ὑπελόγιζεν αὐτὴ ἡ μακαρία οὐδόλως τὴν βασιλικὴν τιμὴν ὅπου εἶχεν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλθοῦσα τότε εἰς περισσοτέραν ταπείνωσιν, διὰ τὸν δι’ ἡμᾶς ταπεινωθέντα Χριστόν, δι’ ἓν καὶ μόνον ἐφρόντιζε· πῶς νὰ κατακοσμήσῃ τὸν ἑαυτόν της μὲ κάθε εἶδος ἀρετῆς, διὰ νὰ ἀρέσκῃ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν. Δὲν ἐπλανήθη δέ, ὥστε νὰ νικηθῇ ἀτὸ τὸ κάλλος τῆς νεότητός της, ἢ νὰ στολίζεται μὲ μάταια στολίδια, ἢ νὰ ἐνδύεται μεταξωτὰ καὶ μαλακὰ φορέματα, ἢ νὰ καλλωπίζῃ τὸν ἑαυτόν της μὲ ἀναίσχυντα καλλυντικά, καθὼς πλανῶνται καὶ κάμνουσι σήμερον αἱ νέαι γυναῖκες. Ἀλλὰ καταφρονήσασα τὰ πάντα, ἐφρόντιζε πῶς νὰ χορτάσῃ τοὺς πεινασμένους πτωχοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ πῶς νὰ ἐνδύσῃ τοὺς γυμνούς, στολίζουσα τὴν ψυχήν της μὲ τὴν ἐλεημοσύνην. Δὲν παρεδόθη εἰς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος, ἀλλ’ εἰς νηστείας καὶ προσευχάς.
Προσέτι δὲν ἔκρινεν εὔλογον ἡ μακαρία Θεοδώρα νὰ περιπατῇ εἰς κήπους καὶ ἄλλους περιπάτους μὲ δούλας καὶ ἄλλας νέας ἢ ἀρχόντισσας, καθὼς σήμερον κάμνουσιν αἱ γυναῖκες, χαίρουσαι μὲν αὗται καὶ ἐντρυφῶσαι, ἐνῷ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ πεινῶσι καὶ ταλαιπωροῦνται·