ἀλλ’ ἐσυλλογίζετο πάντοτε καὶ ἐπεμελεῖτο πῶς νὰ εὐεργετήσῃ καὶ ἀγαθοποιήσῃ τοὺς ἀξίους ἐλέους, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ· νὰ γίνη μήτηρ τῶν ὀρφανῶν, προστάτις τῶν χηρῶν καὶ ὡς μήτηρ φιλόστοργος πρὸς πάντας φερομένη, πολλοὺς ὁμοῦ καὶ κατὰ μέρος, ἕνα πρὸς ἕνα, μετὰ πολλῆς προθυμίας ὡς βασίλισσα νὰ εὐεργετῇ, ὡς μήτηρ νὰ περιποιεῖται τὰ τέκνα της, ὡς ἀδελφοὺς τοὺς ἄλλους νὰ δεξιοῦται καὶ ὡς συνδούλους τοὺς λοιποὺς νὰ θεραπεύῃ, μηδενὸς καταφρονοῦσα, ἀλλ’ ἀκολουθοῦσα καὶ ποιοῦσα τὸν λόγον τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸν λέγοντα· «Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων» (Ματθ. ιη’ 10) καὶ «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40). Οὕτω, μὲ σωφροσύνην μεγάλην, μὲ ἄκραν ταπείνωσιν, μὲ ὑπερβολικὴν πρᾳότητα διάγουσα, εἶχεν ἀνεῳγμένας τὰς χεῖράς της πάντοτε εἰς τοὺς πτωχούς, ἀκούουσα τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον μακαρίζει τοὺς ἐλεήμονας. Διότι αὐτοὶ «οἱ ἐλεήμονες μέλλουν νὰ κληρονομήσωσι τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’ 3-10) καὶ ἐν συντομίᾳ ὁλοψύχως ἐδούλευε τὸν Θεόν, κοπιάζουσα πάντοτε καὶ ἐπιφορτίζουσα τὴν ζωήν της μὲ πᾶν θεοφιλὲς ἔργον, διὰ νὰ ἔχῃ τὴν ἀνάπαυσίν της εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴν φωνήν, ἥτις λέγει· «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια’ 28).
Ἀλλ’ ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, ὅστις προπαθεῖ καθ’ ἑκάστην, μὲ κάθε τρόπον, νὰ κλέψῃ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, βλέπων τὴν Ἁγίαν νὰ καταγίνεται μὲ τόσην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν τῆς ψυχῆς της εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς καὶ εἰς τὴν ἀδιάκοπον ἐλεημοσύνην, ὅπου καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἔκαμνε καὶ φθονῶν τὸν ἔνθεον αὐτῆς ζῆλον καὶ τὰς ἀρετάς, ἀκόμη δὲ καὶ τὴν πολλὴν ἀγάπην ὅπου εἶχε πρὸς αὐτὴν ὁ σύζυγός της Μιχαήλ, οὐδὲ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὴν τόσην πρὸς τὸν Θεὸν εὐσέβειαν καὶ ὑπακοὴν τῆς Ἁγίας καὶ τοῦ ἀνδρός της, μετεχειρίσθη διαφόρους τρόπους καὶ μηχανάς, ἵνα κλέψῃ τὸν σωτήριον τῆς Ἁγίας θησαυρόν. Μὴ δυνάμενος δὲ οὐδὲ καὶ εἰς τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς νὰ τὴν ρίψῃ, ἐπειδὴ πολλάκις ἐγείρας πόλεμον σαρκὸς κατ’ αὐτῆς, δὲν ἠδυνήθη ὁ ἀλιτήριος νὰ κρημνίσῃ τὴν ἀδαμάντινον Θεοδώραν εἰς τὸ θανατηφόρον του θέλημα, ὡπλίσθη ὁ κακὸς πολέμιος διὰ νὰ τὴν πολεμήσῃ κατ’ ἄλλον τρόπον, νομίζων ὅτι οὕτω θὰ ἐξασθενίσῃ τὴν προθυμίαν της καὶ θὰ τὴν ἀπομακρύνῃ, ἀπὸ τὴν ἀρετήν. Ἀκούσατε δὲ τί μετεχειρίσθη.