Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν ΘΕΟΔΩΡΑΣ τῆς Βασιλίσσης.

Οὕτω λοιπὸν ποιοῦντες, νηστεύοντες, δηλαδή, πνευματικῶς μὲ τὴν ἀποχὴν τῶν κακῶν καὶ σωματικῶς μὲ τὴν πρέπουσαν ὀλιγοφαγίαν καὶ ὀλιγοποσίαν, μὲ ἀποστροφὴν καὶ τῶν λοιπῶν, καθὼς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τὰς τοιαύτας ἡμέρας διώρισαν, ἂς συντροφεύωμεν τὴν νηστείαν μας μὲ τὴν ἐλεημοσύνην, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει τὴν ψυχήν μας ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν καὶ τὸ σῶμα, εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀπὸ μεγάλους κινδύνους ὅπως ἀπὸ πολλὰ παραδείγματα καὶ σεῖς τὸ γνωρίζετε.

Αὐτὴν τὴν ἐλεημοσύνην νὰ κάμνωμεν μᾶς παραγγέλλει καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς μᾶς λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον· «Σὺ δὲ νηστεύων, ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. ϛ’ 17), δηλαδὴ νὰ δίδωμεν ἐλεημοσύνην. Διότι κεφαλὴ τοῦ ἀνθρώπου ἑρμηνεύεται ἡ ψυχή, τὸ δὲ ἔλαιον εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, τὴν ὁποίαν κάμνοντες, λεγόμεθα ὅτι ἀλείφομεν τὴν κεφαλήν μας, δηλαδὴ τὴν ψυχήν μας καὶ τὴν κάμνομεν ἀξίαν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Πρέπει ἀκόμη νὰ νίψωμεν τὸ πρόσωπόν μας, δηλαδή, νὰ πλύνωμεν καὶ νὰ καθαρίσωμεν τὸ σῶμα μας, ὄχι μὲ νερὸν καὶ μὲ ἄλλας καθαριότητας διὰ λουτρῶν, ὡς κάμνουν τὰ ἔθνη, ἀλλὰ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιαν, μὲ δάκρυα κατανύξεως καὶ μετανοίας. Καὶ ἐὰν ἕως τώρα, πλανώμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ἐμολύναμεν τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμά μας μὲ τὰς ἁμαρτίας, ἂς δράμωμεν κἂν τώρα νὰ ἐξομολογηθῶμεν καὶ μὲ συντετριμμένην καρδίαν νὰ ὁμολογήσωμεν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρὸς τὰς ἁμαρτίας μας, κάμνοντες μὲ προθυμίαν τὸν κανόνα, τὸν ὁποῖον ὁ Πνευματικός μας ἤθελε μᾶς προστάξει.

Ἂς μετανοήσωμεν, ἀδελφοί, ἂς κλαύσωμν τὰς ἁμαρτίας μας ἐξ ὅλης καρδίας καὶ θέλομεν ἀσφαλῶς καθαρίσει τὴν ψυχήν μας καὶ τὸ ἐσπιλωμένον τοῦτο σῶμά μας ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας, ἵνα τὰ καταστήσωμεν ἄξια τῆς μεταδόσεως τοῦ ζωοποιοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὅστις μεταλαμβάνει ἀνεξομολόγητος, ἐκεῖνος γίνεται φονεὺς τῆς ψυχῆς του καὶ δεύτερος Ἰούδας. Διότι, καθὼς ὁ Ἰούδας παρέδωκε τὸν Κύριον ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους, οὕτως ὁ μεταλαμβάνων ἀναξίως Τὸν παραδίδει εἰς τὴν μεμολυσμένην του καρδίαν, διὰ τὴν ἀναξιότητά του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἀλέξιος Αʹ ὁ Κομνηνός, αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου (1081-1118).

[2] Νικόπολις· ἀρχαία πόλις τῆς Ἠπείρου, εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ Ἀμβρακικοῦ κόλπου, 6 χ.λ.μ. βορείως τῆς Πρεβέζης. Σῷζονται σημαντικὰ ἐρείπια αὐτῆς ἀποκαλυφθέντα κατὰ τὰς ἀνασκαφάς. Τὴν πόλιν ἐπεσκέφθη καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἥτις ἔγινε σημαντικὸν κέντρον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Διὰ τὴν ἀρχαίαν αὐτὴν σπουδαίαν πόλιν ὁ Μητροπολίτης Πρεβέζης φέρει τὸν τίτλον: Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης.

[3] Παλαιὰ Πρέβεζα εἶναι ἡ Νικόπολις, περὶ ἧς βλέπε εἰς τὴν προηγούμενην ὑποσημείωσιν.

[4] Τὸ σημερινὸν Βεράτιον τῆς Ἀλβανίας.

[5] Χριστόπολις εἶναι τὸ βυζαντινὸν ὄνομα τῆς σημερινῆς πόλεως Καβάλλας.

[6] Ἰωάννης Βʹ Ἀσὰν, βασιλεὺς τῶν Βουλγάρων (1208-1241).

[7] Πρόκειται περὶ τῆς πόλεως Στάρα Ζαγορὰ τῆς Βουλγαρίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ρωμυλίαν, καὶ οὐχὶ περὶ τῆς Ζαγορᾶς τοῦ Πηλίου, ὡς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποθέσῃ τις παρασυρόμενος ἀπὸ τὸ ὄνομα.